Μεταξύ ζωής και θανάτου, ο έρωτας. Ακατάλυτος. Ακατάσβεστος. Ακατανίκητος. Ψυχαναλυτικός. Πανταχού παρόν και τα πάντα πληρών. Γι’αυτό κι εγώ θα διαλαλήσω πως σκοπός της ζωής είναι ο έρωτας. Μέσα στο ακαθόριστο της ανθρώπινης φύσης και την αέναη αναζήτηση της ευτυχίας, είμαστε όλοι πρωτόπλαστοι. Για τον καθένα μας, αρχέγονο και μέγιστο μάθημα, η θωράκιση του «εγώ» και η παράδοση στον άλλο. Τον ένα και μοναδικό, ακόμη κι αν ήρθε μετά από πολλούς. Διαχειριστής της ζωής, σχοινοβάτης στην κόψη του θανάτου.
Ερωτεύομαι σημαίνει φοβάμαι. Φοβάμαι τη μέρα που θα ξημερώσει δίχως τον άλλο. Φοβάμαι πως δε θα έχω προλάβει να του πω ό,τι ένιωσα. Όσα η ύπαρξή του, η ανάσα του και μόνο, πυροδοτούν μέσα μου. Φως, μουσική κι αρώματα. Μνήμες. Κι αν ξημέρωνε μια αθάνατη μέρα; Ένα αθάνατο σύμπαν. Μια αιώνια ζωή. Δίχως αρρώστιες, ταλαιπωρίες, αιφνίδιους κι άδικους χαμούς. Πώς θα ήταν τότε ο έρωτας; Άχρωμος. Άτολμος. Αναβλητικός. Δίχως το δυνάστη χρόνο, ο άνθρωπος θα επαναπαυόταν. Θα γινόταν νωθρός στο να αδράξει τη στιγμή. Το κάθε αύριο θα φάνταζε ευνοϊκότερο από το οποιοδήποτε σήμερα. Ο θάνατος κάνει τον έρωτα ζήτημα εξαιρετικά επείγον. Τον ωθεί να εξελιχθεί, του δίνει βάθος και