Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Τα 100 Καλύτερα Αποφθέγματα-Ρητά-Γνωμικά-Ευφυολογήματα



«Ο καλύτερος τρόπος να διαβάσεις ένα βιβλίο με αποφθέγματα χωρίς να βαρεθείς, είναι να το ανοίξεις στην τύχη και αφού βρεις κάτι που θεωρείς ενδιαφέρον, να κλείσεις το βιβλίο και να το σκεφτείς.»
*πρίγκηψ Κάρολος-Ιωσήφ της Λιν*
1 Ο άνθρωπος που είναι ενάρετος και σοφός δεν έχει ανάγκη από δόξα.
Πλούταρχος
2Πρόοδο ονομάζουμε την ικανότητα του ανθρώπου να περιπλέκει την απλότητα.
Thor Heyerdahl, Fatu-Hiva
3Το να πέσεις δεν είναι τρομερό, το να μη θέλεις όμως να σηκωθείς είναι ολέθριο.
Βικτωρ Ουγκω
4Να κάνεις αυτά που νομίζεις πως είναι σωστά, έστω κι αν κάνοντας αυτά πρόκειται να σε κακολογήσουν. Γιατί ο όχλος είναι κακός κριτής κάθε καλού πράγματος
Πυθαγόρας
5Αυτός που ρωτά, νοιώθει χαζός για 5 λεπτά.
Αυτός που δεν ρωτά θα είναι χαζός για μια ζωή.
Κινέζικη παροιμία

Γι’αυτό σ΄ αγαπώ, Πάμπλο Νερούδα








Δε σ’ αγαπώ σαν να ’σουν ρόδο αλατιού, τοπάζι, σαΐτα από γαρούφαλα που τη φωτιά πληθαίνουν: σ’ αγαπώ ως αγαπιούνται κάποια πράγματα σκούρα, μυστικά, μέσ’ από την ψυχή και τον ίσκιο. 

Το σύννεφο




Μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα, βγήκε ένα μικρό σύννεφο από τη θάλασσα κι άρχισε ν’ ανεβαίνει ελαφρύ κι ευτυχισμένο προς τον γαλάζιο ουρανό. Μακριά, μακριά, πολύ μακριά, από κάτω του, ήταν η γη ξερή από την αναβροχιά. Το συννεφάκι έβλεπε τους καημένους τους χωρικούς που δουλεύανε και σκοτώνονταν στα χωράφια τους, ενώ εκείνο ήταν εκεί επάνω αμέριμνο και άφηνε το πρωινό αεράκι να το σέρνει εδώ κι εκεί. «Αχ, ας μπορούσα να βοηθήσω εκείνους τούς κακόμοιρους εκεί κάτω!» έλεγε. «Ας μπορούσα να τους κάνω τη δουλειά πιο εύκολη και να δώσω να φάνε αυτοί πού πεινούν και να πιουν αυτοί πού διψούν.» Και καθώς περνούσε η μέρα και το σύννεφο μεγάλωνε, η επιθυμία του αυτή να βοηθήσει τους ανθρώπους εκεί κάτω στη γη, μεγάλωνε όλο και περισσότερο μέσα στην καρδιά του. Μα στη γη η ζέστη δυνάμωνε, οι άνθρωποι κόντευαν να πεθάνουν από το λιοπύρι, αλλά δεν παρατούσαν τη δουλειά τους γιατί ήταν πολύ φτωχοί. Πότε – πότε κοιτάζανε προς το σύννεφο. «Αχ, ας μπορούσε να μας βοηθήσει λίγο», έλεγαν οι ματιές τους. «Ναι, ναι, σας σάς βοηθήσω!» είπε το σύννεφο, κι άρχισε να κατεβαίνει μαλακά προς τη γη. Μα ξαφνικά του ήρθε στο νου κάτι που του είχανε πει όταν ακόμα ήταν πολύ μικρό συννεφάκι, στην αγκαλιά της θάλασσας. Του είχαν πει πως τα σύννεφα που πλησιάζουν τη γη πεθαίνουν. Όταν το θυμήθηκε αυτό, βαστάχτηκε για να μην πέσει περισσότερο και άρχισε να κουνιέται εδώ κι εκεί με τ’ αεράκι. Φοβήθηκε, φοβήθηκε πολύ, μα ξαφνικά στάθηκε ακίνητο και είπε με καμάρι.