Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

Αν είχες πέντε λεπτά ζωής



Εισπνοη.   Αν είχες μόνο πέντε λεπτά ζωής.Εκπνοή. Πως θα τα αξιοποιούσες; Χωρίς προλόγους. Χωρίς λόγια μεγάλα. Πέντε ακέραια, καθαρά λεπτά ζωής ζώσας. Μη βιαστείς να απαντήσεις. Το μεγαλύτερο πρόβλημα των ανθρώπων σήμερα, είναι η πίστη σε μια ζωή αιώνια. Πως ο χρόνος πάντα θα φτάνει, για να κάνεις αύριο όλα εκείνα που και πάλι ανέβαλες σήμερα. Αδειάζεις μέρες, πιστεύοντας εγωϊστικά πως είσαι ένας μικρός θεός. Πως η πίστωση χρόνου σου χαρίζεται απεριόριστα. Μα η ζωή φίλε μου, δεν είναι δικαίωμα. Είναι δώρο, μοναδικό και ανεκτίμητο. Κι εσύ τι κάνεις με αυτό; Το κλείνεις στην ντουλάπα μαζί με τα χειμωνιάτικα πείθοντας τον εαυτό σου πως θα το βγάλεις να δει λίγο τον ήλιο όταν το χρειαστείς ξανά.  Για μία στιγμή όμως, τότε που για ένα ακόμα βράδυ θα κάθεσαι στο αδιάφορο άδειο σπιτάκι σου, να πίνεις το κρύο κρασάκι σου, πάψε να γκρινιάζεις για την μέρα σου, που ήταν και πάλι μίζερη. 


Φέρε μια τούμπα τα δεδομένα και σκέψου. Πως τόλμησες να στριμώξεις στη γωνία τέτοιο δώρο; Με ποιο δικαίωμα νομίζεις πως σου αξίζει μια αιωνιότητα αναβολής; Και σε όλα αυτά τα αραλίκια στον καναπέ σου για να σκεφτείς ποια είναι όλα αυτά τα υπέροχα καινούρια πράγματα που θες να ζήσεις, γιατί άνοιξες την τηλεόραση αντί για την πόρτα σου; Θα σου πω εγώ γιατί. Γιατί το έτοιμο φαγητό, δεν απαιτεί κουζίνα λερωμένη.  Κι εσύ έχεις μάθει στα delivery, να τρως με πλαστικά πιρούνια, να χτυπιέσαι με ότι ακούς στα σιχαμερά κλαμπάκια της παραλιακής, να ερωτεύεσαι οθόνες και κόκκινες σημάνσεις και να γυρνάς στο σπίτι σου το χάραμα μοναχός. Όλα σε κουτιά, αυστηρά διατεταγμένα με τάξη ψυχαναγκαστική. Άσπρα σπίτια, μαύρα κοστούμια, άχρωμες σχέσεις. Που χάθηκε ο ρομαντισμός; Eκείνη την μια και μόνο κλεμμένη στιγμή που αφέθηκες να ανοίξει η πληγή να τρυπώσει λίγος έρωτας, την πρόδωσες με βρώμικα κρεβάτια. Μα πίσω από αυτά κρύβονται βρώμικα μάτια, που δεν κοιτάζονται, μόνο κινούνται ανύποπτα και ζαλισμένα μέσα από ξύδια και καπνούς. Κι αν τύχει και συναντηθούν, κλείνουν. Σφιχτά και απότομα, μην ξετρυπώσει λίγη αλήθεια και αλλάξουν οι συνήθειες. Μα έτσι δεν ζεις. Έχεις πεθάνει από καιρό.  


Θυμάσαι την τελευταία φορά που ξάπλωσες στο μαξιλάρι σου, χωρίς αυτό το γαμημένο βάρος στο στήθος; Που ένιωσες για μια στιγμή ευγνώμων για όλα αυτά που έχεις καταφέρει; Η μεγάλη μας Αλίκη είχε ερωτηθεί κάποτε σε μια συνέντευξη αν είναι ευτυχισμένη. Απάντησε με την γνωστή αξιολάτρευτη αθωότητα της πως δεν καταλαβαίνει την ερώτηση. Η δημοσιογράφος πήρε αμέσως μια έκφραση αποδοκιμασίας σχετικά με το νοητικό επίπεδο της ηθοποιού κι εκείνη με αμείωτη γλυκύτητα είπε τελικά: «Δεν πιστεύω στην μονιμότητα μιας ευτυχίας. Εγώ πιστεύω στις στιγμές. Πολλές μικρές ευτυχισμένες αναπνοές, που φτιάχνουν μια ζωή που θα αξίζει να θυμάσαι. Άλλωστε η ευτυχία είναι μία. 


Δεν πρέπει να είσαι άπληστος ούτε αχάριστος. Εσύ θα πρέπει να την αγκαλιάσεις όταν έρθει, να την αφήσεις να σε ζεστάνει και μετά να την αφήσεις να φύγει. Μην ξεχνάς ποτέ. Έχει κι αλλού να πάει.» Κάπως έτσι κυλάει και μετά φεύγει με σένα να μένεις πίσω μετρώντας τα δούναι και λαβείν. Αυτό που ήρθε για να μείνει και αυτό που χάθηκε μόλις βγήκε το πρώτο φως της μέρας. Ίσως και να πονάει λίγο. Ίσως αφόρητα. Ίσως και να ευχηθείς να μην το είχες ζήσει ποτέ. Μα, ρε διάολε, κάνε τον πόνο να αξίζει τον κόπο. Κάνε όλα εκείνα τα κλισέ αστεία τσιτάτα που μιλάνε για ζωή, για σύμπαν και για κάρμα, να ακούγονται ακόμα πιο δήθεν. Γιατί εσύ θα έχεις καταφέρει να πέσεις εφτά φορές και να σηκωθείς οχτώ μετανιώνοντας για κάτι που έκανες και όχι για κάτι που για άλλη μια φορά φοβήθηκες να δοκιμάσεις. Να χτυπιέσαι και να πίνεις, να βρίζεις και να ξεσπάς για όλα εκείνα που έφυγαν και τα 'χασες, μα κάποτε τα είχες και τα έζησες βαθιά μέχρι το κόκκαλο. Γιατί αν αφήσεις τις μέρες σου να αραχνιάζουν, θα ξεψυχήσουν μαζί με χιλιάδες χαμένες ευκαιρίες και θα ξυπνήσεις στα εξήντα κομπλεξικός και άδειος, για να γυρίσεις πίσω και να δεις πως έζησες μια ζωή δανεική. Ξένη. Και τότε φίλε μου, δεν θα υπάρχει κανείς για να σου δώσει πίσω ότι πέταξες. Πέντε λεπτά ζωής λοιπόν...


 Ο χρόνος μετράει από τώρα.




Πηγή: εδώ 


Η κόντρα



Πριν από κάθε κόντρα έλεγχε τα σύννεφα σπιθαμή προς σπιθαμή. Πηδούσε πάνω τους για να δει την αντοχή τους κι έτρεχε από τη μια άκρη ως την άλλη για να διαπιστώσει ποιο απ’ όλα είχε το μήκος που θα της επέτρεπε την απαιτούμενη επιτάχυνση. Μόλις έβρισκε το κατάλληλο, έχωνε το κεφάλι της, ακόμη και το σώμα της καμιά φορά ανάλογα με το πάχος του, για να δει τι υπάρχει από κάτω. Είχε αδυναμία στις οροσειρές που φορούσαν χιόνια Χειμώνα-Καλοκαίρι και βρέχανε τα πόδια τους σε κάτι μακριά ποτάμια που περιτριγύριζαν τις πόλεις σαν υγρές αγχόνες. Δεν είναι ότι μισούσε τον πολιτισμό, αλλά έβρισκε τις πόλεις επικίνδυνες. Σαν η πόλη να ήταν μια μηχανή του γκαζόν που είχε σκοπό να κάνει τα πάντα ομοιόμορφα ξεριζώνοντας τα λουλούδια που είχαν ξεπετάξει το κεφάλι τους ανάμεσα στα χορτάρια και δεν άφηνε τίποτε να είναι πιο ψηλό, πιο παχύ, πιο στραβό. Μετά από αρκετό ψάξιμο, το κορίτσι κατέληξε ότι το καλύτερο σύννεφο ήταν αυτό πάνω από το Τούτλινγκεν, στη νοτιοδυτική Γερμανία.
 Ήταν όσο χρειαζόταν πυκνό και σε αρκετό ύψος για να φτάσει το αεροπλάνο με μια καλή εκτίναξη. Και ήταν τόσο άσπρο, όσο και τα τετράποδα συννεφάκια που έβοσκαν στα λιβάδια από κάτω του. Το αγόρι που θα τη συντρόφευε σήμερα στην κόντρα δε φαινόταν και πολύ ευχαριστημένο. «Δεν είναι και τόσο σόι. Έχει κενά». Στραβομουτσούνιασε και κοίταξε τον ορίζοντα για κάτι καλύτερο. Το κορίτσι περίμενε υπομονετικά, όπως είχε κάνει με πολλά αγόρια ως τώρα. «Τέλος πάντων», είπε εκείνός στο τέλος. «Αφού δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Αλλά δεν το έψαξες και πολύ». Το κορίτσι ήθελε να του πει ότι είχε αρκετή εμπειρία και ότι το σύννεφο ήταν μια χαρά, αλλά σκέφτηκε να τον αφήσει να γκρινιάξει για λίγο μήπως ξεθυμάνει κι αρχίσουν να ετοιμάζονται. Το αεροπλάνο για Άμστερνταμ ήταν Μπόιγκ 747 και ήθελε τέλειο συγχρονισμό αν ήθελαν να το ξεπεράσουν. Το αγόρι έκανε κόντρα με αεροπλάνο για πρώτη φορά και δεν ήθελε να τον περάσει το κορίτσι για άσχετο. «Θα πάρεις φόρα και θα αρχίσεις να τρέχεις με όλη σου τη δύναμη, μόλις δεις το αεροπλάνο εμφανίζεται κάπου εκεί». Άπλωσε το αριστερό της χέρι και του έδειξε ψηλά, εκεί που οι δείκτες του ρολογιού θα έδειχναν δέκα η ώρα. «Θα μετρήσεις μέχρι το δεκαπέντε. Και μετά θα πηδήσεις όσο πιο ψηλά μπορείς ανοίγοντας τα χέρια και τινάζοντας το σώμα σου με όλη σου τη δύναμη. Αυτό είναι και το πιο δύσκολο. Αν δεν καταφέρεις να φτάσεις δίπλα του, δεν θα μπορέσεις να πετάξεις κάτω από ταπαράθυρα. Πρόσεχε. Δεν φτάνουμε ποτέ στα παράθυρα. Το θέμα δεν είναι να σπείρουμε τον πανικό. Η απόλαυση είναι για μας. Η στάση ζωής μας. Αν πηδήσεις σωστά, το μόνο που χρειάζεσαι μετά είναι καλή ισορροπία. Αλλά πρέπει να έχεις αποκτήσει τη σωστή ταχύτητα».
 Το αγόρι την κοίταξε όπως θα κοιτούσε τη γιαγιά του αν προσπαθούσε να του δείξει πώς να φάει το αυγό του. «Μπορεί να μην έχω ξαναπετάξει σε κόντρες, αλλά έχω πετάξει χιλιάδες φορές. Μη μου λες πράγματα που ξέρω. Με νευριάζει τρομερά αυτό». Και της γύρισε την πλάτη δοκιμάζοντας με το πόδι του την πυκνότητα του σύννεφου, ξεφυσώντας σαν τρένο. Το κορίτσι και πάλι δεν είπε τίποτα. Ίσως γιατί της άρεσε αυτό το αγόρι, που όταν γκρίνιαζε, τα μαλλιά του έπεφταν στα μάτια του και νευριασμένα τα έκανε στην άκρη. Αν δεν υπήρχε καθυστέρηση, το Μπόιγκ θα εμφανιζόταν σε πέντε λεπτά. Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλο και άναψαν τσιγάρο. Το αγόρι άνοιξε ένα μπουκάλι Βουργουνδίας και το κορίτσι τού πρότεινε δυο κρυστάλλινα ποτήρια. Κατέβασαν την πρώτη γουλιά μαζί σαν συνέταιροι στο έγκλημα από καιρό. Το κορίτσι τού είπε να χώσει το κεφάλι του στο σύννεφο και να κοιτάξει τη θέα κάτω από αυτό. Το Τούτλινγκεν γυάλιζε κάτω απ’ τον ήλιο. Πρασινάδα παντού. Ο Δούναβης, μια κορδέλα γύρω από τα χωριά τής Γερμανίας και της Ελβετίας. Και στο βάθος σκούρος ορίζοντας. Ο Μέλανας Δρυμός. Υπήρχε μια ησυχία, δεν ήταν ακριβώς ησυχία, ήταν όλοι μαζί οι απόηχοι της γης κλεισμένοι σε κουτί, σαν το σύννεφο να έπαιζε μια αθόρυβη, πνιχτή μουσική. «Γι αυτές τις στιγμές κάνω αυτό που κάνω», είπε το κορίτσι. «Για να μην καταλήξουμε να βλέπουμε τον κόσμο μέσα από θαμπωμένα τζάμια, τρώγοντας από πλαστικούς δίσκους και ακούγοντας το μωρό της μπροστινής θέσης να ουρλιάζει». Το αγόρι της χαμογέλασε και εκείνη σάστισε για μια στιγμή. Είχε ένα χαμόγελο τόσο λευκό όσο το σύννεφο. Κοίταξε το ρολόι της και του είπε ότι ήταν ώρα να πάρουν θέση. Μια κουκίδα εμφανίστηκε ψηλά στο βάθος και το αγόρι κοκκίνισε από έξαψη. «Είσαι έτοιμη;» «Έτοιμη. Μην ξεκινάς ακόμη, περίμενε… Τώρα!» φώναξε και οι δυο μαζί άρχισαν να τρέχουν ουρλιάζοντας. «Πήδα!» Του φώναξε εκείνη, αλλά αυτός δεν μπόρεσε να συγχρονίσει το βήμα του. Το κορίτσι πέταξε ψηλά, άφησε το σύννεφο κάτω της και έφτασε κάτω από τα παράθυρα του αεροπλάνου. Το αγόρι μπόρεσε να σηκωθεί μόλις μερικά μέτρα πάνω από το σύννεφο. «Τίναξε το σώμα σου προς τα πάνω!» του φώναξε, αλλά ήξερε ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τη φτάσει. Το κορίτσι δεν προσπέρασε το αεροπλάνο. Έμεινε ακίνητο στον αέρα να κοιτάζει το αγόρι που είχε επιστρέψει στο σύννεφο και μάζευε τα πράγματά του. Προσπάθησε να τον προλάβει, να του πει ότι πάντα έτσι είναι την πρώτη φορά, να τον πείσει να μείνει μαζί της. Να του πει ότι κουράστηκε να πετάει μόνη. Όταν έφτασε στο σύννεφο, αυτός είχε φύγει. Δεν είχε αφήσει τίποτε που να τον θυμίζει. Είχε πάρει ακόμη και το μπουκάλι το κρασί με τα δύο ποτήρια. Για μια στιγμή σκέφτηκε να τα παρατήσει. Τι της είχε κάνει αυτό το αγόρι; Πήδησε από σύννεφο σε σύννεφο. Έκλαιγε, αλλά συνέχισε να αλλάζει σύννεφα μέχρι που έφτασε πάνω από το Λονδίνο.
 Έχωσε το κεφάλι της και είδε τον Τάμεση. Άκουσε ιαχές να έρχονται από το Γουέμπλεϊ. Θυμήθηκε ότι το να ζει έτσι ήταν πιο σημαντικό από το αγόρι. Και ξάφνου είδε μια κουκίδα ψηλά στο βάθος. Όρθια και με όλη τη δύναμή της έτρεξε, άπλωσε τα χέρια της και πήδησε ψηλότερα από κάθε άλλη φορά. Έφτασε ως τα παράθυρα του αεροπλάνου. Κοίταξε τα πρόσωπα των επιβατών για πρώτη φορά. Πρόσωπα με το στόμα ανοιχτό. Επικράτησε αναστάτωση στην καμπίνα, η αεροσυνοδός έβγαλε ανακοίνωση να μη δώσουν σημασία. Τους εξήγησε ότι είναι αυτό το παράνομο κίνημα που έχει ξεσηκώσει την κοινή γνώμη και τα συμβούλια των αεροπορικών εταιριών. Ότι πρόκειται για κάτι άμυαλα παιδιά που νομίζουν ότι κάνουν αντίσταση και ότι ο καιρός στο Λονδίνο αναμένεται αίθριος. Το κορίτσι από την ουρά του αεροπλάνου, έφτασε στη μέση.
 Ένας χοντρός κύριος με γυαλιά έμεινε να την κοιτάζει με το πλαστικό πιρουνάκι στον αέρα. Η αεροσυνοδός όρθια γελούσε νευρικά. Μια γυναίκα έσφιξε τη ζώνη της. Το κορίτσι έφτασε στις πρώτες θέσεις. Θα έφτανε στον πιλότο αν δεν ερχόταν φάτσα με φάτσα με το πρόσωπο του αγοριού. Το αγόρι καθόταν στη θέση δίπλα στο παράθυρο με σβησμένα μάτια. Εκείνη άνοιξε τα δικά της μην πιστεύοντας.
 Το αγόρι ήταν μέσα στο αεροπλάνο κι έπινε το κρασί από ένα πλαστικό ποτήρι. Το κορίτσι ήθελε να φωνάξει αλλά δεν φώναξε. Το αγόρι γύρισε το κεφάλι του και άρχισε να μιλάει με το κορίτσι που καθόταν δίπλα του.



πηγή :
εδώ

Μετά την καταιγίδα

Παράξενες μέρες. Παράξενος καιρός. Όλο για βροχή το πάει και όλο κρατιέται. Μόνο λίγες σταγόνες ρίχνει, έτσι για να ξεγελάσει τον ουρανό αλλά δεν ξεσπάει, να τον αφήσει να ηρεμήσει. Τα σύννεφα όλο και πυκνώνουν και κάνουν την θάλασσα να μοιάζει αγριεμένη, θυμωμένη με θεούς και ανθρώπους. Αυτές τις σκέψεις έκανε ο Κωστής καθώς ακουμπούσε στο πεζούλι της παραλίας. Πόσο ταίριαζε αυτό το αγριεμένο και συνάμα μελαγχολικό τοπίο με την διάθεση του. Γι αυτό άλλωστε του άρεσε να πηγαίνει σε αυτό το σημείο κάθε φορά που ο καιρός ήταν έτσι και κάθε φορά που η ψυχολογία του δεν ήταν στα πολύ καλά της. Έβγαλε ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο του και σχεδόν με ευλάβεια το έβαλε στο στόμα του.
«Είναι καλή παρηγοριά αυτός ο διάβολος» σκέφτηκε. Πόσα βράδια δεν του ‘χε σταθεί σαν πιστός φίλος, πόσες φορές δεν ήταν το μόνο που του είχε απομείνει και πόσες ακόμα δεν τον άκουγε χωρίς να παραπονιέται ..;
Όπως και τώρα, που ήταν οι δυο τους σε έναν διάλογο για έναν. Κοίταξε τον καπνό που ανέβαινε προς τον ουρανό και ένιωσε μια σταγόνα να δροσίζει το πρόσωπο του. «Επιτέλους, θα βρέξει» σκέφτηκε. Έκανε λάθος όμως. Δεν είχε σκοπό να βρέξει ακόμα. Έπαιζε και ο καιρός μαζί του,

Η Ιθάκη του Καβάφη τώρα και σε Κόμικ! Δείτε το εδώ μεταφρασμένο στα Ελληνικά










πηγή : εδώ 






Ready to play the game?

Ο άνεμος βούιζε έξω από το σπίτι και κάπου κάπου ακουγόταν και μια βροντή στο βάθος, χωρίς σημάδια βροχής εδώ και ώρα. Φύλλα σηκώνονταν και στροβίλιζαν στην δύνη του ανέμου μέχρι να σκάσουν πάνω σε κάποιον τοίχο ή παράθυρο. Η νύχτα είχε φέρει μαζί της την μοναξιά και μόνο ένα μικρό φαρμακείο που διανυκτέρευε ήταν για να την σπάει. Η ταμπέλα απ έξω έγγραφε με γράμματα που κινούνταν το μήνυμα "ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΕΙ-02:50-6°C- το οποίο ήταν ένας φαύλος κύκλος στην πινακίδα.
  Το φαρμακείο έμοιαζε παλιό απ έξω, με τον χλωμό κίτρινο φωτισμό μέσα του να δένει απόλυτα με την πρόσοψη του. Από την γωνία ξεπρόβαλε μια σκιά τετράποδη. Ένας απότομος βρόντος ακούστηκε και σχεδόν αμέσως τα φώτα τρεμόπαιξαν και έσβησαν. Η σκιά χάθηκε μέσα στις αδερφές της.


  Άνοιξε τα μάτια του απότομα στον ύπνο με κομμένη την ανάσα, βλέποντας το χέρι του στην άκρη να χαϊδεύει ασυναίσθητα το κενό. Έκλεισε τα μάτια και τα άνοιξε σχεδόν αμέσως παίρνωντας μια βαθιά ανάσα  Έμεινε για λίγο ακίνητος να αφουγκράζεται τον τυμπανισμό της καρδιάς του. "Ακόμη ένας γαμημένος εφιάλτης" σκέφτηκε από μέσα του. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και σιχάθηκε αμέσως την μπλούζα του που κολλούσε πάνω του από τον ιδρώτα. Την έβγαλε αμέσως και για μια στιγμή πιάστηκε ο σταυρός του στην λαιμόκοψη.  Πήγε ως το γραφείο και άναψε ένα ακόμη κερί,γιατί το προηγούμενο σχεδόν ήταν έτοιμο να σβήσει. Με την άκρη του ματιού του, είδε το κινητό του, "Τρεις παρά δέκα" σκέφτηκε από μέσα του και γύρισε προς

Το καλοκαίρι στην ζωγραφική~πίνακες ζωγραφικής αφιερωμένοι στο καλοκαίρι

Η τέχνη μπορεί να μην έχει όρια έχει όμως εποχές.
Απολαύστε το καλοκαίρι .






Ιστορίες του Jorge Bucay~ Aποσπάσματα

                                               1. Ο αλυσοδεμένος ελέφαντας



“Δεν μπορώ” του είπα. “Δεν μπορώ!”

“Σίγουρα;” με ρώτησε αυτός.
“Ναι. Πολύ θα ήθελα να να μπορούσα να σταθώ μπροστά της  και να της πω τι νιώθω… Ξέρω, όμως, ότι δεν μπορώ.”
Ο Χοντρός κάθισε σαν το Βούδα πάνω σ΄ εκείνες τις φριχτές μπλε πολυθρόνες του γραφείου του. Χαμογέλασε, με κοίταξε στα στα μάτια και, χαμηλώνοντας τη φωνή όπως έκανε κάθε φορά που ήθελε να τον ακούσουν προσεκτικά, μου είπε:
“Να σου πω μια ιστορία...”
Και χωρίς να περιμένει να συμφωνήσω, ο Χόρχε άρχισε να αφηγείται.
Οταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ το τσίρκο, και στο τσίρκο μου άρεσαν πιο πολύ τα ζώα. Μου έκανε τρομερή εντύπωση ο ελέφαντας που, όπως έμαθα αργότερα, είναι το αγαπημένο ζώο όλων των παιδιών.  Στην παράσταση, το θεόρατο ζώο έκανε επίδειξη του τεράστιου βάρους του, του όγκου και της δύναμής του…
Όμως, μετά την παράσταση και λίγο  προτού επιστρέψει στη σκηνή, ο ελέφαντας στεκόταν δεμένος συνεχώς σ΄ ένα μικρό ξύλο μπηγμένο στο έδαφος.  Μιά αλυσίδα κρατούσε φυλακισμένα τα πόδια του.
Ωστόσο, το ξύλο ήταν