Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

«Χαμογέλα, ρε... Τι σου ζητάνε;» - Χρόνης Μίσσιος

Εκδόσεις: Γράμματα
Έτος: 1988


Αποσπάσματα από το βιβλίο  «Χαμογέλα, ρε... Τι σου ζητάνε;» του Χρόνη Μίσσιου.



  •  Σκεφτείτε, κύριε, αν μπορούσαμε να ξέρουμε την ατομική ιστορία, τα ονόματα, το χαμόγελο, τα όνειρα, τις αγάπες, τις επιθυμίες και τις δημιουργικές ικανότητες των εκατομμυρίων νεκρών των πολέμων, αν τους γνωρίζαμε σαν τ' αδέρφια μας, σαν τους ανθρώπους που μεγαλώσαμε μαζί και ονειρευτήκαμε μαζί, τι διάσταση θα είχε για μας η ανθρώπινη ιστορία και πόσο άγρυπνοι και προσεχτικοί θα ήμασταν σε κάθε επιλογή της εξουσίας, σε κάθε ιδεολογική πρόταση… Αν η συνείδηση και η γνώση του ανθρώπου μπορούσε να φτάσει στο επίπεδο να ερμηνεύει μ' αυτή την ανθρώπινη έγνοια την είδηση «εκατό χιλιάδες νεκροί» ή «ένας άνθρωπος βασανίζεται σε κάποιο άντρο της εξουσίας»… (...)



  • Ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει ευτυχισμένος μόνον σε σχέση ελευθερίας και ευτυχίας με τους συνανθρώπους του, σε συναισθηματική αρμονία με τον εαυτό του, αλλιώς γίνεται σκατό ανθρώπινο, το πιο άχρηστο και επικίνδυνο πράγμα δηλαδή, διότι και το σκατό των ζώων ακόμα είναι ευλογία θεού για τα λουλούδια και τα φυτά. Μόνο ο άνθρωπος, που τρώει και καταστρέφει τα πάντα, παράγει άχρηστα και επικίνδυνα πράγματα, και για τη φύση και για τη ζωή. (...)


  • Μόλις έκλεινε η φυλακή κι ετοιμαζόμασταν να φάμε, γκράγκα γκρούγκα οι σιδεριές, πλακώνανε τα καρακόλια. Ξέραμε ότι έρχονται να πάρουν για εκτέλεση. Άνοιγαν, που λες, το κελί απ' το οποίο ήθελαν να πάρουν κάποιον, μας είχαν παστωμένους πέντ' έξι σε κάθε κελί, που ήταν φτιαγμένο για έναν άνθρωπο, άσ' τα, άνοιγαν που λες το κελί, στέκονταν στην πόρτα, και μας κοιτάζανε. Όλοι τώρα ήμαστε μελλοθάνατοι, ε; και ξέραμε ότι κάποιον από μας θα πάρουν. Κοιτάζανε που λες μια το χαρτί και μια εμάς… Αυτή η ιστορία μπορεί να κράταγε από πέντε λεπτά ως και ένα τέταρτο. Ύστερα, αφού έκριναν πως σιτέψαμε, λέγανε, ας πούμε, Γιώργο, έλα - μας ήξεραν, βλέπεις, και με τα μικρά μας ονόματα, οι χαμούρες.


Τέλος, σηκωνόταν να πούμε ο Γιώργος, άφηνε το γράμμα του - όλοι μας είχαμε ένα γράμμα έτοιμο για τους δικούς μας - αγκαλιαζόμασταν, φιλιόμασταν, και την ώρα που έβγαινε από την πόρτα λέγανε, για στάσου μια στιγμή, α, λάθος, δεν είσαι συ, είναι ο Παύλος… Χαμούρες, σου λέω, εντελώς άνανδροι. Άλλες φορές πάλι, γράφανε σ’ ένα χαρτάκι τα ονόματα αυτών που θα 'παιρναν το βράδυ για εκτέλεση, το έδεναν σ' ένα σπαγκάκι και το 'σερναν μέσα στο προαύλιο. Όλοι ήμασταν θανατηφόροι. Ε, άντε να μη συρθείς από πίσω να δεις αν είναι τ' όνομά σου γραμμένο στο χαρτάκι… Εμείς φεύγαμε από το προαύλιο και κλεινόμασταν στα κελιά μας. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι είχαν παιδιά, είχαν φίλους, αγαπούσαν ίσως κάποιους ανθρώπους… Τι να πεις...







Πηγή : εδώ 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου