Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

Τελευταία ζαριά







Τα ζάρια στο χέρι σου. Τα κρατάς κι είναι ζήτημα χρόνου να τα ρίξεις.
Ξεκινάω και κάνω το πρώτο βήμα.  Τα ζάρια πεταμένα στο πάτωμα της αρένας και γω με το βλέμμα στραμμένο στο χαρτί, το κοιτάζω και καθρεφτίζω συναισθήματα.
Ακούω την αλήθεια να με φωνάζει μα όλο την αναβάλλω. Μόνη κληρονομιά μου τα χαρτιά και τα μελάνια.
Σήμερα οι αναβολές σταμάτησαν την ώρα που χτύπησε η πόρτα.
Ώρα 11 το βράδυ. Μέρα το σήμερα και τόπος αυτό που ποτέ δε θα μπορέσει να με κρατήσει. Κάπου στα γνωστά-άγνωστα λημέρια μου. 

Ήταν ο θάνατος που έσφιξε  το πόμολο της πόρτας ή μάλλον ίσως και να ταν η ζωή πλημμυρισμένη από θάνατο. Προβληματίστηκα και δε το ξεκαθάρισα μέσα μου.

Τα μάτια της ήταν μαύρα γεμάτα ζωή ,αυτό σκέφτηκα και δύο αντίθετα ρεύματα χτύπησαν και συγκρούστηκαν μέσα μου. Εγώ ήξερα. Αυτή τη ζωή που αντίκριζα στις κόρες των ματιών της τη θεωρούσα προσωρινή.

Εγώ ήξερα. 

Ήταν όμορφη και περίεργα ήρεμη. Παρόλα αυτά αντίκρισα ένα φόβο κρυμμένο στο πρόσωπο της.
Το φόβο πως αύριο ίσως και να μην ξανάσφιγγε στην αγκαλιά της το γιό της. 
Το φόβο πως η ζωή θα την άφηνε πίσω. Αυτός έφταιγε. Ξέρεις ποιος. Το όνομα του ποτέ δε το λέω. 

Αυτό ήταν το ερέθισμα λοιπόν και κάπου εκεί άρχισε το μελάνι να αποκτά νόημα.
Νόημα όχι μόνο για μένα αλλά ακόμη και για σένα. Αρκεί να καταφέρεις να το δεις.

Έφτιαξα μια εικόνα στο μυαλό μου και άρχισα να την αποτυπώνω στο χαρτί. Σιγά σιγά τη σχημάτιζα και της έδινα κίνηση.

Είναι δυο ανθρώπινα χέρια κάπου στο βάθος του μυαλού μου και λίγο παραδίπλα τα ζάρια που ουρλιάζουν για ένα παιχνίδι, για ένα πέταμα. 

Πετάγονται λοιπόν από δω και από κει με απίστευτη δύναμη και αποζητούν τις εξάρες.
Ο ήχος ηχεί τόσο δυνατά πια μέσα στο κεφάλι μου που αρχίζει να με εκνευρίζει .

Και κάπου εκεί  σταματάω και παγώνω τα ζάρια.
Αυτό είναι η ζωή σκέφτηκα, Μια ζαριά.
Και τότε τα ξαναπέταξα ακόμη πιο δυνατά.