Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

Ιστορίες του Jorge Bucay~ Aποσπάσματα

                                               1. Ο αλυσοδεμένος ελέφαντας



“Δεν μπορώ” του είπα. “Δεν μπορώ!”

“Σίγουρα;” με ρώτησε αυτός.
“Ναι. Πολύ θα ήθελα να να μπορούσα να σταθώ μπροστά της  και να της πω τι νιώθω… Ξέρω, όμως, ότι δεν μπορώ.”
Ο Χοντρός κάθισε σαν το Βούδα πάνω σ΄ εκείνες τις φριχτές μπλε πολυθρόνες του γραφείου του. Χαμογέλασε, με κοίταξε στα στα μάτια και, χαμηλώνοντας τη φωνή όπως έκανε κάθε φορά που ήθελε να τον ακούσουν προσεκτικά, μου είπε:
“Να σου πω μια ιστορία...”
Και χωρίς να περιμένει να συμφωνήσω, ο Χόρχε άρχισε να αφηγείται.
Οταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ το τσίρκο, και στο τσίρκο μου άρεσαν πιο πολύ τα ζώα. Μου έκανε τρομερή εντύπωση ο ελέφαντας που, όπως έμαθα αργότερα, είναι το αγαπημένο ζώο όλων των παιδιών.  Στην παράσταση, το θεόρατο ζώο έκανε επίδειξη του τεράστιου βάρους του, του όγκου και της δύναμής του…
Όμως, μετά την παράσταση και λίγο  προτού επιστρέψει στη σκηνή, ο ελέφαντας στεκόταν δεμένος συνεχώς σ΄ ένα μικρό ξύλο μπηγμένο στο έδαφος.  Μιά αλυσίδα κρατούσε φυλακισμένα τα πόδια του.
Ωστόσο, το ξύλο ήταν
 αληθινα μικροσκοπικό κι έμπαινε σε ελάχιστο  βάθος μέσα στο έδαφος.  Μολονότι η αλυσίδα ήταν χοντρή και ισχυρή, μου φαινόταν ολοφάνερο ότι ένα ζώο που μπορούσε να ξεριζώνει δεντρα με τη δύναμη του, θα μπορούσε εύκολα να λυθεί και να φύγει.
Το θεωρούσα αληθινό μυστήριο.
Μα τι τον κρατάει;
Γιατί δεν το σκάει;
Όταν ήμουν πέντε ή έξι ετών ετών πίστευα ακόμα στη σοφία των μεγάλων. Ρώτησα τότε κάποιον δάσκαλο ,τον πατέρα μου ή ένα θείο μου, για το μυστήριο του   ελέφαντα. Κάποιος μου εξηγησε ότι ο ελέφαντας είναι δαμασμένος.
Έκανα τότε την προφανή ερώτηση: “Κι αφού είναι δαμασμένος, γιατί τον αλυσοδένουν;”
Δε θυμάμαι να πήρα κάποια ικανοποιητική απάντηση. Με τον καιρό, ξέχασα το μυστήριο του ελέφαντα με το παλούκι, και το θυμόμουν μόνο όταν βρισκόμουν με κάποιους που είχαν αναρωτηθεί κάποτε πάνω στο ίδιο θέμα.
Πριν από μερικά χρόνια ανακάλυψα-ευτυχώς για μένα- ότι κάποιος είχε αρκετή σοφία ώστε  ν΄ ανακαλύψει την απάντηση.
Ο ελέφαντας του τσίρκου δεν το σκάει γιατί τον έδεναν  σ΄ένα παρόμοιο παλούκι από τότε που ήταν πολύ, πολύ μικρός.
Έκλεισα τα μάτια και φανάσθηκα τον νεογέννητο ανυπεράσπιστο  ελέφαντα δεμένο στο παλούκι. Είμαι βέβαιος   ότι τότε το ελεφαντάκι είχε σπρώξει, τραβήξει και ιδρώσει  πασχίζοντας να λευτερωθεί. Μα, παρ΄ όλες τις προσπάθειές του, δεν τα είχε καταφερει,  γιατί το παλούκι ήταν πολύ γερό για τις δυνάμεις του.
Φαντάσθηκα  ότι θα κοιμόταν εξαντλημένο και την επόμενη μέρα  θα προσπαθούσε ξανά, και τη μεθεπόμενη το ίδιο…  Ώσπου μια μέρα, μια φρικτή μέρα για την ιστορία του, το ζώο θα παραδεχόταν την αδυναμία του και θα υποτασσόταν στη μοίρα του.
Αυτος ο πανίσχυρος και θεόρατος  ελέφαντας που βλέπουμε στο τσίρκο δεν το σκάει γιατί νομίζει ότι δεν μπορεί,  ο δυστυχής.
Η ανάμνηση της αδυναμίας που ένιωσε λίγο μετά τη γέννησή του ειναι χαραγμένη στη μνήμη του.
Και το χειρότερο είναι ότι ποτέ δεν αμφισβήτησε σοβαρά αυτή την ανάμνηση.
Ποτέ μα ποτέ δεν ξαναπροσπάθησε  να δοκιμάσει τις δυνάμεις του…
” Έτσι είναι, Ντεμιάν. Όλοι είμαστε λίγο- πολύ σαν τον τον ελέφανα του τσίρκου. Περιδιαβαίνουμε τον κόσμο δεμένοι σε εκατοντάδες παλούκια που μας στερούν την ελευθερία.
Ζούμε πιστεύοντας ότι “δεν μπορούμε” να κάνουμε ενα σωρό πράγματα ,  απλώς επειδή μια φορά, πριν από πολύ καιρό, όταν είμαστε μικροί, προσπαθήσαμε και και δεν τα καταφεραμε.
Πάθαμε τότε το ίδιο με τον ελέφαντα. Χαράξαμε στη μνήμη μας αυτό το μήνυμα: “Δεν μπορώ, δεν μπορώ και ποτέ δε θα μπορέσω.”
Ο Χόρχε έκανε μια μεγάλη παύση. Ύστερα πλησίασε, κάθησε στο πάτωμα μπροστά μου και συνέχισε:
“Αυτό σου συμβαίνει, Ντέμι. Ζεις μέσα στα όρια της ανάμνησης ενός Ντεμιάν που δεν υπάρχει πια, εκείνου που δεν τα κατάφερε.
Ο μοναδικός τρόπος  να μάθεις εάν μπορείς, είναι να προσπαθήσεις πάλι με όλη σου την ψυχή…Με όλη σου την ψυχή!


                                                     2. Ο ερευνητής
Αυτή είναι η ιστορία ενός ανθρώπου τον οποίο εγώ θα χαρακτήριζα ερευνητή …
Ερευνητής είναι κάποιοι; που ψάχνει’ όχι απαραιτήτως κάποιοι; που βρίσκει.
Ούτε είναι κάποιοι; που ξέρει στα σίγουρα τι είναι αυτό που ψάχνει. Είναι, απλώς, κάποιοις για τον οποίο η ζωή αποτελεί μια αναζήτηση. Μια μέρα, ο ερευνητής διαισθάνθηκε ότι έπρεπε να πάει προς την πόλη του Καμίρ. Είχε μάθει να δίνει μεγάλη σημασία στα προαισθήματα του, που πήγαζαν από ένα μέρος δικό του μεν, άγνωστο δε.
Μετά από δύο μέρες πορείας στους σκονισμένους δρόμους, διέκρινε από μακριά το Καμίρ. Λίγο πριν φτάσει στο χωριό, του τράβηξε την προσοχή ένας λόφος, δεξιά από το μονοπάτι. Ήταν σκεπασμένος από υπέροχη πρασινάδα και γεμάτος με δέντρα, πουλιά και μαγευτικά λουλούδια. Τον περιτριγύριζε κάτι σαν μικρός φράχτης φτιαγμένος από βαμμένο ξύλο.
Μια μπρούντζινη πορτούλα τον προσκαλούσε να μπει.
Ξαφνικά, αισθάνθηκε να ξεχνά το χωριό και υπέκυψε στην επιθυμία του να ξαποστάσει για λίγο σ’ εκείνο το μέρος.
Ο ερευνητής πέρασε την είσοδο κι άρχισε να βαδίζει αργά δίπλα στις λευκές πέτρες που ήταν τοποθετημένες ανάκατα ανάμεσα στα δέντρα.
Άφησε το βλέμμα του να ξαποστάσει σαν την πεταλούδα, σε κάθε λεπτομέρεια του πολύχρωμου αυτού παραδείσου.
Τα μάτια του, όμως, ήταν μάτια ερευνητή, κι ίσως γι’ αυτό ανακάλυψε εκείνη την επιγραφή πάνω σε μια απ’ τις πέτρες: Αμπντούλ Ταρέγκ: έζησε 8 χρόνια, 6 μήνες, δύο εβδομάδες και 3 μέρες.
Τρόμαξε λίγο συνειδητοποιώντας ότι εκείνη η πέτρα δεν ήταν απλώς μια πέτρα: ήταν μια ταφόπλακα.
Λυπήθηκε όταν σκέφτηκε ότι ένα παιδί τόσο μικρής ηλικίας ήταν θαμμένο σ’ εκείνο το μέρος.
Κοιτάζοντας γύρω του, ο άνθρωποις ότι και η διπλανή πέτρα είχε μια επιγραφή. Πλησίασε να τη διαβάσει. Έλεγε:Γιαμίρ Καλίμπ: έζησε 5 χρόνια, 8 μήνες και 3 εβδομάδες.
Ο ερευνητής αισθάνθηκε φοβερή συγκίνηση.
Αυτό το πανέμορφο μέρος ήταν νεκροταφείο, και κάθε πέτρα ήταν ένας τάφος.
Μία μία, άρχισε να διαβάζει τις πλάκες.
Όλες είχαν παρόμοιες επιγραφές: ένα όνομα και τον ακριβή χρόνο ζωής του νεκρού.
Αλλά αυτό που τον τάραξε περισσότερο ήταν η διαπίστωση ότι ο άνθρωπος που είχε ζήσει τον πιο πολύ καιρό, μόλις που ξεπερνούσε τα έντεκα χρόνια …
Νικημένος από μια αβάσταχτη θλίψη, έκατσε κι άρχισε να κλαίει.
Ο φύλακας του νεκροταφείου που περνούσε από εκεί τον πλησίασε.
Τον κοίταξε να κλαίει για λίγο σιωπηλός, και μετά τον ρώτησε αν έκλαιγε για κάποιον συγγενή.
«Όχι, για κανέναν συγγενή» είπε ο ερευνητής. «Τι συμβαίνει σ’ αυτό το χωριό; Τι πράγμα φοβερό έχει αυτός ο τόπος; Γιατί έχει τόσα πολλά νεκρά παιδιά θαμμένα σ’ αυτό το μέρος; Ποια είναι η τρομερή κατάρα που βαραίνει αυτούς τους ανθρώπου; και τους έχει υποχρεώσει να φτιάξουν ένα νεκροταφείο για παιδιά:»
Ο ηλικιωμένος χαμογέλασε και είπε:
«Μπορείτε να ηρεμήσετε. Δεν υπάρχει τέτοια κατάρα. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι εδώ έχουμε ένα παλιό έθιμο. Θα σας εξηγήσω …
»Οταν ένας νέος συμπληρώνει τα δεκαπέντε του χρόνια, οι γονείς του του χαρίζουν ένα τετράδιο όπως αυτό που έχω εδώ, για να το κρεμάει στο λαιμό. Είναι παράδοση στον τόπο μας. Από τη στιγμή εκείνη κι έπειτα, κάθε φορά που κάποιος απολαμβάνει έντονα κάτι, ανοίγει το τετράδιο και σημειώνει:
Στα δεξιά, αυτό που απόλαυσε.
Στ’ αριστερά, πόσο χρόνο κράτησε η απόλαυση.
»Εστω ότι γνώρισε μια κοπέλα και την ερωτεύτηκε. Πόσο κράτησε το μεγάλο αυτό πάθος και η χαρά της γνωριμίας τους; Μια εβδομάδα; Δύο; Τρεις και μισή:»
»Και μετά, η συγκίνηση του πρώτου φιλιού, η θαυμάσια ευχαρίστηση του πρώτου φιλιού … Πόσο κράτησε; Μόνο το ενάμισι λεπτό του φιλιού; Δύο μέρες; Μια εβδομάδα;
»Και η εγκυμοσύνη, και η γέννηση του πρώτου παιδιού;
»Και ο γάμος των φίλων;
»Και το ταξίδι που πάντα ήθελε;
»Και η συνάντηση με τον αδελφό που γυρίζει από μια μακρινή χώρα; »Πόσο κράτησε στ’ αλήθεια η απόλαυση αυτών των αισθήσεων;
»Ώρες; Μέρες;
Έτσι , συνεχίζουμε να σημειώνουμε στο τετράδιο κάθε λεπτό που απολαμβάνουμε … Κάθε λεπτό.
»Οταν κάποιοιος πεθαίνει, έχουμε τη συνήθεια να ανοίγουμε το τετράδιό του και να αθροίζουμε το χρόνο της απόλαυσης για να τον γράψουμε πάνω στον τάφο του. Γιατί αυτός είναι για εμάς ο μοναδικός και πραγματικός χρόνος ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΖΗΣΕΙ»


                3.  Το τούβλο

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας τύπος που τριγυρνούσε μ’ ένα τούβλο στο χέρι. Είχε αποφασίσει ότι κάθε φορά που θα τον ενοχλούσε κάποιος σε σημείο που να τον εξοργίζει, θα τον κοπανούσε με το τούβλο. Η μέθοδος ήταν λίγο παλαιολιθική, φαινόταν όμως αποτελεσματική — έτσι δεν είναι;

Μια φορά συναντήθηκε μ’ ένα φίλο πολύ υπεροπτικό, που του μίλησε με κακό τρόπο. Πιστός στην απόφασή του, ο τύπος του πέταξε το τούβλο.

Δεν θυμάμαι αν τον πέτυχε ή όχι. Το θέμα, όμως, είναι ότι μετά έπρεπε να πάει να πάρει το τούβλο του και δεν το έβρισκε πουθενά. Στεναχωρήθηκε. Αποφάσισε τότε να βελτιώσει το «Σύστημα Αυτοπροστασίας με Τούβλο», όπως το είχε ονομάσει ο ίδιος. Έδεσε το τούβλο σ’ ένα σπάγκο που είχε μήκος ένα μέτρο και βγήκε έξω. Έτσι, το τούβλο δεν θα απομακρυνόταν πολύ.Διαπίστωσε, όμως, ότι και η νέα του μέθοδος είχε προβλήματα. Από τη μια, τo άτομο που γινόταν δέκτης της επιθετικότητάς του έπρεπε να βρίσκεται σε απόσταση βολής μικρότερη του ενός μέτρου, και από την άλλη, μόλις πετούσε το τούβλο έπρεπε να κάνει τον κόπο να τραβήξει αμέσως το σχοινί. Εξάλλου, ο σπάγκος έμπλεκε και κουβαριαζόταν και η κατάσταση δυσκόλευε

Τότε, ο άνθρωπος εκείνος επινόησε το «Σύστημα Τούβλο III».

Πρωταγωνιστούσε και πάλι το ίδιο τούβλο, όμως, στο νέο σύστημα ο σπάγκος διέθετε ελατήριο. Τώρα μπορούσε να εκτοξεύει το τούβλο πολλές φορές και να γυρνάει πίσω μόνο του, σκέφτηκε ο τύπος.

Όταν βγήκε στο δρόμο και δέχτηκε την πρώτη επίθεση, πέταξε το τούβλο. Δεν πέτυχε το στόχο του γιατί το τούβλο, με τη δύναμη του ελατηρίου, γύρισε πίσω και κοπάνησε τον ίδιο κατακέφαλα.

Ξαναπροσπάθησε, αλλά έφαγε άλλη μια με το τούβλο στο κεφάλι γιατί δεν είχε υπολογίσει καλά την απόσταση.

Την τρίτη φορά την έφαγε γιατί δεν το εκτόξευσε την κατάλληλη στιγμή.

Η τέταρτη φορά ήταν λίγο ιδιόμορφη γιατί, παρότι είχε αποφασίσει να κοπανήσει με τσ τούβλο το υποψήφιο θύμα του, ήθελε ταυτόχρονα και να το προστατεύσει από το χτύπημα, κι έτσι το τούβλο κατέληξε πάλι στο δικό του κεφάλι.Του έκανε ένα τεράστιο καρούμπαλο. Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε γιατί δεν ξαναεπιχείρησε να χτυπήσει άλλον με το τούβλο, κι αν έφταιγαν τα χτυπήματα ή είχε συμβεί κάποια μεταστροφή στην ψυχολογία του.

Όλα τα χτυπήματα είχαν στραφεί εναντίον του.

«Ο μηχανισμός αυτός λέγεται ανάδραση: Σημαίνει ότι προστατεύουμε τους άλλους από τη δική μας επιθετικότητα.  Κάθε φορά που το κάνουμε αυτό, η επιθετική και βίαιη ενέργειά μας συγκρατείται προτού φτάσει στον άλλον από ένα φράγμα που τοποθετούμε εμείς οι ίδιοι. Το φράγμα αυτό δεν απορροφά την κρούση, απλώς την ανακλά. Κι όλος ο θυμός, όλη η κακοκεφιά, όλη αυτή η επιθετικότητα στρέφεται εναντίον του εαυτού μας, άλλοτε μέσω πραγματικών πράξεων αυτοτιμωρίας (αυτοτραυματισμοί, υπερβολές στο φαγητό, ναρκωτικά, ανώφελη έκθεση σε κινδύνους) κι άλλοτε μέσω κρυμμένων συγκινήσεων ή συναισθημάτων (κατάθλιψη, ενοχές, ψυχοσωματικά προβλήματα).

Είναι πολύ πιθανό ένας «πεφωτισμένος» ουτοπικός άνθρωπος, ευφυής και ακέραιος, να μην οργιζόταν ποτέ. Θα ήταν πολύ χρήσιμο να μη θυμώναμε ποτέ. Ωστόσο, κάθε φορά που νιώθουμε οργή, λύσσα, τσαντίλα, ο μόνος τρόπος να γλιτώσουμε είναι να τη βγάλουμε από πάνω μας μετατρέποντάς τη σε δράση. Σε αντίθετη περίπτωση, το μόνο που θα καταφέρουμε, αργά ή γρήγορα, θα είναι να εξοργιστούμε με τον εαυτό μας.


       4. Τα φτερά είναι για να πετάς


Τη μέρα εκείνη ο Χόρχε με περίμενε με ένα παραμύθι.

Όταν μεγάλωσε ο πατέρας του του είπε:
«Παιδί μου, δε γεννιόμαστε όλοι με φτερά. Μπορεί να μην είσαι υποχρεώμενος να πετάξεις, νομίζω όμως πως είναι κρίμα να μείνεις μόνο στο περπάτημα αφού έχεις τα φτερά που ο καλός Θεός σου έδωσε.»
«Μα δεν ξέρω να πετάω» απάντησε ο γιος.
«Σωστά…» είπε ο πατέρας. Και περπατώντας, τον πήγε ως το χείλος του γκρεμού, στο βουνό.
«Βλέπεις γιε μου; Το κενό. Όταν θελήσεις να πετάξεις, θα έρθεις εδώ θα πάρεις βαθιά ανάσα, θα πηδήξεις στην άβυσσο και απλώνοντας τα φτερά σου θα πετάξεις».
Ο γιος αμφέβαλλε.
«Κι αν πέσω;»
«Ακόμα κι αν πέσεις, δε θα σκοτωθείς. Οι λίγες γρατζουνιές θα σε κάνουν πιο δυνατό στην επόμενη προσπάθεια» αποκρίθηκε ο πατέρας.
Το παιδί γύρισε στο χωριό να δει τους φίλους του, τις παρέες του, όλους εκείνους που είχε συντρόφους στην πορεία της ζωής του.
Οι πιο στενόμυαλοι του είπαν:
«Είσαι τρελός; Για ποιο λόγο; Ο πατέρας σου είναι μισότρελος…Για ποιο λόγο να πετάξεις; Τι σου χρειάζεται; Γιατί δεν αφήνεις τις ανοησίες; Τι νόημα έχει να πετάξεις;»
Οι καλύτεροι φίλοι του τον συμβούλεψαν:
«Κι αν είναι αλήθεια; Μα σίγουρα δεν είναι επικίνδυνο; Γιατί δεν αρχίζεις σιγά-σιγά; Δοκίμασε να πηδήξεις από μια σκάλα ή από την κορυφή ενός δέντρου. Αλλά από τον γκρεμό, βρε παιδί μου;…»
Ο νεαρός άκουσε τις συμβουλές όσων τον αγαπούσαν. Ανέβηκε στην κορυφή του δέντρου και, με όλο του το θάρρος, πήδηξε. Άνοιξε τα φτερά του, τα κούνησε στον αέρα με όλη του τη δύναμη αλλά, δυστυχώς, έπεσε στο έδαφος.
Μ’ένα καρούμπαλο στο κεφάλι συνάντησε τον πατέρα του.
«Μου είπες ψέμματα! Δεν μπορώ να πετάξω. Το δοκίμασα και κοίτα πως χτύπησα! Δεν είμαι σαν κι εσένα. Τα φτερά μου είναι μόνο για στολίδι.»
«Παιδί μου» είπε ο πατέρας, «για να πετάξεις, πρέπει να έχεις τον απαραίτητο ελεύθερο χώρο στον αέρα, ώστε τα φτερά σου να ξεδιπλωθούν. Είναι σαν να πέφτεις με αλεξίπτωτο: χρειάζεσαι κάποιο ελάχιστο ύψος για να πηδήξεις.

Για να πετάξεις πρέπει να αρχίσεις να ριψοκινδυνεύεις.
Αν δε θέλεις να το κάνεις, καλύτερα να συμβιβαστείς και να μείνεις για πάντα στο περπάτημα.»


          5. Ο δρόμος των δακρύων

"Θα σας διηγηθώ μια ιστορία που λένε ότι είναι αληθινή. Προφανώς, συνέβη κάπου στην Αφρική.
Έξι μεταλλωρύχοι εργάζονται σε μια πολύ βαθιά σήραγγα και βγάζουν ορυκτά από τα έγκατα της γης. Ξαφνικά, μια κατολίσθηση φράζει την έξοδο της σήραγγας και τους απομονώνει από τον έξω κόσμο. Μόλις γίνεται αυτό, με μια γρήγορη ματιά, χωρίς να πουν λέξη, εκτιμούν την κατάσταση. Είναι όλοι τους πολύ έμπειροι και καταλαβαίνουν αμέσως πως το μεγάλο πρόβλημα θα είναι το οξυγόνο. Αν κάνουν ό,τι πρέπει, τους μένουν τρεις, το πολύ τρεισήμισι ώρες αέρα.
Ο κόσμος απέξω ξέρει πως είναι εκεί εγκλωβισμένοι, μια τέτοια κατολίσθηση όμως σημαίνει ότι θα πρέπει να ανοίξουν τη σήραγγα από την αρχή για να κατέβουν να τους βρουν. Θα προφτάσουν πριν τους τελειώσει ο αέρας;
Οι έμπειροι μεταλλωρύχοι αποφασίζουν πως πρέπει να εξοικονομήσουν όσο γίνεται περισσότερο οξυγόνο.
Συμφωνούν να κάνουν την ελάχιστη δυνατή σωματική δαπάνη. Σβήνουν τις λάμπες που κρατούν και ξαπλώνουν στο πάτωμα χωρίς να μιλάνε.
Βουβοί λόγω της κατάστασης και ακίνητοι μέσα στο σκοτάδι, είναι δύσκολο να υπολογίσουν το πέρασμα του χρόνου. Συμπτωματικά, ένας μόνο έχει ρολόι. Σ’ αυτόν λοιπόν απευθύνονται όλες οι ερωτήσεις: Πόση ώρα πέρασε; Πόση απομένει; Και τώρα;
Ο χρόνος αρχίζει να μακραίνει, τα δύο λεπτά τους φαίνονται μία ώρα. Η απελπισία πριν από κάθε απάντηση κάνει ακόμη μεγαλύτερη την ένταση που νιώθουν. Ο επικεφαλής των μεταλλωρύχων συνειδητοποιεί πως αν συνεχίσουν έτσι, η αγωνία θα τους κάνει να αναπνέουν πιο γρήγορα κι αυτό μπορεί να τους σκοτώσει. Διατάζει, λοιπόν, εκείνον που έχει το ρολόι να ελέγχει, εκείνος μόνο, το πέρασμα της ώρας. Κανένας πλέον δεν θα κάνει ερωτήσεις, θα τους ενημερώνει εκείνος κάθε μισή ώρα.
Αυτός, εκτελώντας τη διαταγή, παρακολουθεί το ρολόι του. Και μόλις περνάει η πρώτη μισή ώρα, λέει «πέρασε μισή ώρα». Ένα μουρμουρητό ακούγεται… Η αγωνία τους πλανιέται στον αέρα.
Ο κάτοχος του ρολογιού καταλαβαίνει πως, όσο περνάει η ώρα, θα είναι όλο και πιο φοβερό να τους ανακοινώνει ότι πλησιάζει το τελευταίο λεπτό. Χωρίς να το συζητήσει με κανέναν, αποφασίζει πως δεν τους αξίζει να βασανίζονται μέχρι να πεθάνουν. Έτσι, την επόμενη φορά που τους ανακοινώνει τη μισή ώρα, έχουν στην πραγματικότητα περάσει 45 λεπτά.
Δεν υπάρχει τρόπος να καταλάβουν τη διαφορά, κι έτσι δεν αμφιβάλλει κανείς.
Αφού βλέπει ότι πέτυχε το τέχνασμα, την τρίτη ενημέρωση την κάνει μία ώρα μετά. Τους λέει: «πέρασε άλλη μισή ώρα…» Και οι πέντε πείθονται ότι έχουν περάσει παγιδευμένοι, συνολικά, μιάμιση ώρα, και σκέφτονται μάλιστα πόσο μακρύς τους φαίνεται ο χρόνος.
Έτσι συνεχίζει αυτός με το ρολόι, κάθε μία ολόκληρη ώρα να τους ενημερώνει πως έχει περάσει μόνο μισή.
Στο μεταξύ, η ομάδα που επιχειρεί το έργο της διάσωσης ξέρει σε ποιον θάλαμο έχουν παγιδευτεί, και ξέρουν, επίσης, ότι θα είναι πολύ δύσκολο να φτάσουν εκεί πριν περάσουν τουλάχιστον τέσσερις ώρες.
Φτάνουν, τελικά, μετά από τεσσερισήμισι ώρες. Το πιθανότερο είναι να βρουν τους έξι μεταλλωρύχους νεκρούς.
Βρίσκουν ζωντανούς τους πέντε.
Ένας πέθανε από ασφυξία… Εκείνος που είχε το ρολόι.
Να τι δύναμη έχουν οι πεποιθήσεις στη ζωή μας.
Να τι μπορούν να μας κάνουν οι εξαρτήσεις μας.
Κάθε φορά που κατασκευάζουμε τη βεβαιότητα ότι κάτι ανεπανόρθωτα καταστρεπτικό θα μας συμβεί —κι ας μην ξέρουμε πώς (ή και ξέροντάς το)—, αυτό που στην ουσία κάνουμε είναι ότι προκαλούμε, πάμε γυρεύοντας, βοηθάμε και σίγουρα δεν κάνουμε το παραμικρό για να μη μας συμβεί στ’ αλήθεια κάτι (έστω και λίγο) από το κακό που είχαμε προβλέψει.
Παρεμπιπτόντως, (όπως στην ιστορία), ο μηχανισμός λειτουργεί και αντίστροφα:
Όταν νομίζουμε, ή μάλλον έχουμε την πεποίθηση, ότι με κάποιον τρόπο μπορούμε να πάμε μπροστά, οι πιθανότητες να προχωρήσουμε πολλαπλασιάζονται.
Είναι φανερό πως αν η ομάδα διάσωσης είχε κάνει 12 ώρες να φτάσει, δεν θα μπορούσαν ούτε να διανοηθούν ότι θα έβρισκαν ζωντανούς τους μεταλλωρύχους. Δεν λέω πως από μόνη της η θετική στάση είναι ικανή να αποτρέψει το μοιραίο ή να αποφύγει μια τραγωδία. Αυτό που λέω είναι ότι, οι πεποιθήσεις αυτο-υποτίμησης καθορίζουν χωρίς αμφιβολία τον τρόπο που ο καθένας μας αντιμετωπίζει τις δυσκολίες."






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου