Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Αλκυόνη Παπαδάκη~Αποσπάσματα (2)

                                                    Αποσπάσματα .2.




Στον ίσκιο των πουλιών:

Είναι κάτι νύχτες, που τ αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου.
Είναι κάτι νύχτες, που όλα σιγοτραγουδούν. 
Ακόμα κι οι πέτρες.
Και τα ξερά κλαδιά.
Αυτές τις νύχτες προτιμά να σε θυμάται η μοναξιά σου.
Κι έρχεται ακάλεστη.
 Χωρίς να χτυπήσει ούτε καν την πόρτα, να ρωτήσει αν δέχεσαι επισκέψεις. Χωρίς να κρατά η αφιλότιμη, ούτ ένα λουλουδάκι. Ούτ ένα γλυκό, μπας και σε ξεγελάσει. Θρονιάζεται στην ψυχή σου κι ανάβει προκλητικά το τσιγαράκι της. «Αυτάααα! Πού είχαμε μείνει»
Σου λέει μ όλο το θράσος της και σε κοιτά κατάματα.
Είν αυτές οι νύχτες, που τ άστρα κατεβαίνουν χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι.
 Που όλα σιγοτραγουδούν.
Είν αυτές οι νύχτες τελικά, που βλέπεις καθαρά, το χρώμα που έχουν τα μάτια της μοναξιάς.
Ίδιο ακριβώς, όπως οι στάχτες από τα όνειρα.

Σκισμένο ψαθάκι:

Μια ζωή θυμάμαι τον εαυτό μου να φτιάχνει στέκια και καταφύγια για την ψυχή μου. Κι εκεί που είναι όλα έτοιμα κι έχω αρχίσει να βολεύομαι, εκεί που είναι τα πάντα τακτοποιημένα και κάθομαι λίγο να ξεκουραστώ και να κάμω τσιγαράκι, μπαίνει ο διάολος μέσα μου και μου την ανάβει.
-Τι ναι τούτα δω τα σκιάχτρα; μου λέει. 
Δεν είναι για σένα η λούφα, κορίτσι μου.
 Πάλι πλαστογραφίες κάνεις;
Και βροντάω τότε ένα ασιχτίρ και τα κάνω όλα κεραμιδαριό.
Ύστερα κάθομαι σταυροπόδι και γλείφω τις πληγές μου σαν το σκυλί. 
Δεν πειράζει, λέω. Πάμε γι άλλα. Όπως και να χει το πράμα, η Ρόζυ γεννήθηκε με το βλέμμα καρφωμένο στο ξημέρωμα.
 Όρτζα τα πανιά λοιπόν.


Οι κάργιες:

Να είχα, λέει, μιαν αγάπη σαν αλάνα...
 Να κυλιόμουνα μέσα της, να ‘κανα τούμπες, να ‘πλωνα την αρίδα μου να λιαζόμουνα...
 Να ‘ρχόντανε τα όνειρά μου σαν τις κάργιες να φτεροκοπούν πάνω από το κεφάλι μου.
Βαρέθηκα να χώνω τη ρημάδα την ψυχή μου στα νουλάπια και να της κρεμώ αρωματικά σακουλάκια να μην τη φάει ο σκόρος.
Βαρέθηκα να περπατώ με την πλάτη κολλημένη στα ντουβάρια, γιατί νιώθω γύρω μου το θόρυβο από τα μαχαίρια που ακονίζονται.
Είναι πολύ, ρε σεις, αυτό που ονειρεύτηκα; Μιαν αγάπη λέω, σαν αλάνα. Ν’ απλώσω την αρίδα μου να λιαστώ.



                                ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η αγάπη, μια σιγανή βροχή που τραγουδάει πάνω στη λαμαρίνα, αυτό πρέπει να είναι η αγάπη. Το πάθος σεληνιάζεται, μάτια μου.
Αφηνιάζει σαν το μουλάρι κι αρχίζει το ποδοβολητό.
Ουαί και τρισαλίμονο σ’ όποιον βρεθεί στο πέρασμα του!
Δεν έχει έλεος το πάθος, δεν έχει σταματημό...


Βαρκάρισσα της χίμαιρας:


-Πόσο κλέφτες γίνονται οι άνθρωποι , όταν διεκδικούν μερτικό από την ψυχή σου. 
Πόσο ψεύτες , όταν σου ζητούν να γυρίσεις πίσω αυτά που δεν σου έδωσαν ποτέ. 
Πόσο μαλάκες, όταν νομίζουν ότι πίστεψες πως έρχονται μαζί σου, για να μοιραστούν ένα όνειρο.
 Αφού σκοπός ήταν το πλιάτσικο και το ξέρεις.
 Εντάξει έκανες πως δεν καταλάβαινες γιατί έτσι βόλευε τη φαντασίωσή σου.
 Καπέλο σου. Κι αν γουστάρεις με φτερά ακόμα καλύτερα.

                               ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Να ονειρεύεσαι, μου λεγε ένας φίλος που μ αγαπούσε και με ήξερε καλά. Τα όνειρα, συνήθως, προδίδουν. Παραπλανούν.
 Καμιά φορά και σκοτώνουν.

Όμως, δε γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι. Δεν έχει νόημα. Δεν έχει ουσία.
Να ονειρεύεσαι!
Κοίτα μόνο να χεις σταμπάρει καλά την έξοδο κινδύνου από τα όνειρά σου. Τότε σώζεσαι.
Και ποιά είναι η έξοδος κινδύνου;
Τίποτα δεν είναι στη ζωή το παν! Έχει και παρακάτω... Έχει κι άλλο... Προχώρα, λοιπόν, ξεκόλλα!
 Αυτή είναι η έξοδος κινδύνου!

Όταν ένας άνθρωπος έχει ενδώσει εντελώς στο πάθος του, είναι μάταιο να προσπαθείς να του αλλάξεις τακτική.
Είναι όπως ακριβώς ο τζόγος. Όσο χάνεις, τόσο κολλάς.
 Έχει μια περίεργη γλύκα η αυτοκαταστροφή.




Αμάν , αμάν:


Ήταν η μικρή αράχνη που στήριζε μια μεταξωτή κλωστή σ' ένα φύλλο του γιασεμιού κι ύστερα κρεμότανε πάνω της και νανούριζε τους πόθους της.
Ήταν η ανόητη σαύρα που κρύφτηκε στη ρίζα του αλεξανδρινού,

 γιατί φοβήθηκε τη σκιά της ερημιάς.
Ήταν η φτερούγα από το όνειρο του Σέβη που καρφώθηκε σαν το σουγιά 

σε μια γινωμένη ρόγα σταφυλιού.
Ήταν ο αναστεναγμός από τον ξεσταχιασμένο έρωτα του Σούλια 

που έκανε τις πέτρινες βρύσες να ιδρώνουν.
Ήταν οι κόμποι από το φαρμάκι στην ψυχή της Σιδερίας 

που έσταζαν πάνω στα κυκλάμινα και τα ξέραιναν.
Ήταν η αναπνοή του Λέου που τρεμόπαιζε στα φτερά της άσπρης πεταλούδας

 και δεν την άφηνε να αποκοιμηθεί.
Ήταν η αγάπη της Δαμάσκας που άνοιγε τα μπουμπούκια της μπιγκόνιας.
Ήταν όλ' αυτά ανακατωμένα. Ποιος μπορούσε να τα ξεχωρίσει... Και προς τι;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου