Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Aυτα που πήρες και αυτά που έδωσες





Η νύχτα είχε πέσει τόσο απότομα λες και ο ήλιος δεν υπήρξε ποτέ εκει έξω. Σηκώθηκε από το κρεβάτι του και κοίταξε το σκοτάδι από το παράθυρο χωρίς να τον ενδιαφέρει τι ώρα είναι. Όλα ήταν χαμένα γύρω του ,ο ίδιος ήταν χαμένος. Έπιασε τον αναπτήρα και άναψε το τσιγάρο με τόση ευχαρίστηση σα να έπαιρνε πνοή με κάθε τζούρα που τραβούσε. Το τασάκι πεσμένο στο πάτωμα και τριγύρω σκορπισμένα αποτσίγαρα . Ό,τι απέμεινε από το  
προηγούμενο βράδυ.  Άλλα μισοσβησμένα και άλλα καμμένα μέχρι τη γόπα.

Η πόρτα χτύπησε. Την αγνόησε. Κάποιος επέμενε για ώρα.

Άνοιξε και είδε τον κολλητό του. Κατευθείαν του είπε να φύγει,δεν γούσταρε την παρέα του ούτε την δήθεν παρηγοριά του. Έτσι σκληρός ήταν με όλους. Όχι επειδή δε τους αγαπούσε ,ίσα ίσα .Αγαπούσε τόσο πολύ τους ανθρώπους αυτοί όμως μονίμως τον απογοήτευαν και έτσι αποφάσισε να κλείσει τις πόρτες σε αρκετούς. Ήταν η άμυνα του. Ο μόνος τρόπος να μην φορτωθεί και άλλους φόβους στις πλάτες του. Να μην υποφέρει άλλο από την υποτιθέμενη αγάπη των γύρω του. Εξάλλου ποτέ δεν την ένιωσε από κανέναν ,όλοι είχαν καλά κρυμμένο ενα όφελος πίσω από τα ψίχουλα αγάπης που του έριχναν σα στάχτη στα μάτια.. Γι'αυτό και πλέον αρνούνταν να πιστέψει πως κάποιος τον νοιαζόταν πραγματικά . Και έτσι περνούσαν οι μέρες, κυλούσαν οι ώρες...

Είχε περάσει κοντά ένας μήνας όταν το σούρουπο τον βρήκε στην ίδια κατάσταση. Μουσκεμένος απ'τον ιδρώτα να κοιμάται από τα ξημερώματα,ένα τσιγάρο σβησμένο άτσαλα στο σταχτοδοχείο και ένα μπουκάλι σπασμένο στο πάτωμα σημάδι πως είχε  πιει.Ξαφνικά μέσα στον ύπνο του τρομάζει ,νομίζει πως το ονειρεύεται αλλά όχι,είναι η πραγματικότητα. Κάποιος του χτυπάει την πόρτα με τόση δύναμη που σχεδόν τον κάνει να πεταχτεί έντρομος από το κρεβάτι και να ανοίξει. Είναι η μάνα του.

Μπορεί να είχε και 2 μήνες να τη δει. Του κάνει τόση εντύπωση που την βλέπει στο κατώφλι του και την κοιτάει με ένα βλέμμα απαξιωτικό γεγονός που την εξοργίζει.

- Τι με κοιτάς έτσι παιδί μου,η μανα σου είμαι δεν είμαι ξενη.

Σιωπή.Δεν της απαντά.Κάνει σαν να μην την ακούει.
- Ρίξε λίγο νερό στο πρόσωπο σου και βάλε κάνα ρούχο  καθαρό επάνω σου. Πρέπει να φύγουμε.
Συνεχίζει να την κοιτάζει ατάραχος προκαλώντας τα νεύρα της που έδειχναν να ναι σε άσχημη κατάσταση.
- Σκοτώθηκε ο Δημήτρης,ντύσου να φύγουμε. Δεν ήθελα  να στο πώ έτσι αλλά με ανάγκασες με τον τρόπο που φέρεσαι.
Ο Δημήτρης ήταν ο κολλητός του φίλος που πριν ένα μήνα είχε προσπαθήσει να τον επισκεφτεί.

Η φράση αυτή τον  στέλνει  3 βήματα πίσω,ακριβώς επάνω στα σπασμένα γυαλιά που υπήρχαν παντού στο πάτωμα. Τα γυαλιά μπαίνουν στα πόδια του και τον ματώνουν όμως δεν μπορεί να νιώσει τον πόνο που του προκαλούν ούτε να αντιδράσει.


Αρπάζει γρήγορα μια μπλούζα που ήταν πεταμένη στο πάτωμα και χωρίς καν να μιλήσει εξαφανίζεται .Η μάνα του απορημένη τον κοιτάζει να ανεβαίνει στη μηχανή του και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα να έχει εξαφανιστεί. Ρίχνει μια ματιά στην ακαταστασία γύρω της ,τα τσιγάρα,τα γυαλιά,τα ποτά.Πεταμένα ρούχα παντού,αποφάγια και βρώμικα πιάτα. Οι ανησυχίες της αυξάνονται μετά από όλα αυτά αλλά τώρα δεν έχει χρόνο να το σκεφτεί.Κλείνει την πόρτα και με τα μάτια ριγμένα στο πάτωμα φεύγει.


Πάνω στη μηχανή του λοιπόν έτρεχε χωρίς να καταλαβαίνει που πάει.Μόνο τον αέρα ένιωθε να χτυπάει επάνω του με δύναμη αλλά τίποτα δεν τον σταματούσε. Όταν πια το σκοτάδι είχε απλωθεί γύρω του για τα καλά συνειδητοποίησε πως βρισκόταν κοντά στη θάλασσα. Παράτησε κάπου τη μηχανή του και ξεκίνησε να περπατάει προς το νερό. Η θάλασσα γυάλιζε και το φεγγάρι άφηνε επάνω της τα σημάδια του ,σημάδια ανεξίτηλα. Έπιασε μια πέτρα στο χέρι του και την πέταξε στο νερό σαν να σκίζει την γυαλάδα του φεγγαριού στα δύο και τότε ήρθε στο μυαλό του η μάνα του "Σκοτώθηκε ο Δημήτρης του είπε". Έφερε με συγκίνηση στο νου του την τελευταία φορά που του χτύπησε την πόρτα ο αδερφικός του φίλος και όμως αυτός τον έδιωξε αηδιασμένος από την προδωσία κάποιου άλλου. Κι όμως σήμερα ήταν αηδιασμένος με τον ίδιο του τον εαυτό που δεν πρόλαβε να πει στον Δημήτρη πόσο πολύ τον αγαπάει και αντί αυτού του έκλεισε την πόρτα στα μούτρα.


Εκείνη την στιγμή σαν να άλλαξαν όλα μέσα του. Μα είναι τόσο ωραίο να αγαπάς και να αγαπιέσαι.Μα κυρίως να αγαπάς σκέφτηκε. Ξέσπασε σε λυγμούς και δάγκωνε τα χείλη του τόσο σφιχτά μέχρι που μάτωσαν και αυτά. Σαν να τιμωρεί τον εαυτό του για την στάση που κράτησε απέναντι σε αυτούς που αγαπούσε. Στον Δημήτρη, στη μάνα του, στους φίλους,στα αδέρφια του.

Πέταξε με δύναμη την άμμο που είχε μαζευτεί στην παλάμη του και ξεφώνησε 
-Ποια αγάπη; η αγάπη δε μου αξίζει.
Το στόμα του σταμάτησε μα  οι σκέψεις στο μυαλό του έτρεχαν ακόμη.
-Δεν είμαι ικανός να αντιληφθώ την αγάπη,κοίτα πόσο χρόνο έχασα. Μέχρι και τον Δημήτρη έχασα.Ποια αγάπη.

Αυτές ήταν οι τελευταίες του σκέψεις και μετά τίποτα ,κενό.

Είχε ξημερώσει. Άνοιξε τα μάτια του και ο ήλιος τον τύφλωσε.Σηκώθηκε ,περπάτησε μέχρι τη μηχανή του και ξεκίνησε για το σπίτι. Ήταν αλλιώτικος .Το πρόσωπο του κατά έναν περίεργο τρόπο έδειχνε γεμάτο γαλήνη και ηρεμία. Λες και το χθεσινό βράδυ δεν υπήρξε ποτέ. Σαν να ήταν όλα στην φαντασία του.

Ξεκλείδωσε την εξώπορτα του σπιτιού του αργά και μπήκε στο σπίτι με ένα τεράστιο και σταθερό βήμα σαν να ξεκινούσε ξανά τη ζωή του απ'την αρχή.Μάζεψε όλα τα σκουπίδια απ'το πάτωμα και τα έριξε με βιασύνη σε μια σακούλα σκουπιδιών.Άνοιξε τα στόρια και άφησε το φως του ήλιου να χυθεί μέσα στο σπίτι και να το φωτίσει.Ξαφνικά ο χώρος άλλαξε. Το φως αυτό ήταν σημάδι πως όλα θα άλλαζαν.Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και τα μάτια του ήταν διαφορετικά. Δεν ήταν άχρωμα ούτε είχαν μαύρους κύκλους όπως ως συνήθως. Έκανε ένα κρύο ντουζ και το νερό έπεφτε επάνω του  με ορμή σαν να ξέπλενε τις αμαρτίες του και τα λάθη,σαν αγιασμός έρεε επάνω του και τον έπλαθε ξανά.


Ήταν αργά το απόγευμα όταν πέρασε την πόρτα του νεκροταφείου και με μάτια που γυάλιζαν από δάκρυα έψαχνε για τον τάφο του Δημήτρη. Όταν τον βρήκε στάθηκε από επάνω με αλλόκοτη ψυχραιμία και άφησε ένα κάτασπρο λουλούδι πάνω στο φρεσκοσκαμένο χώμα. Όλα έμοιαζαν να'ναι ψέμα και όμως ήταν η πραγματικότητα. Αυτό δεν ήταν όνειρο. Ήταν ο θάνατος ο ίδιος. Αυτοπροσώπως.


Έμεινε εκει τουλάχιστον για 2 ώρες. Είπε πολλά στον φίλο του που μάλλον ποτέ δεν θα μάθουμε.

Σηκώθηκε από το τσιμεντένιο παρτέρι που είχε καθίσει,σκούπισε  τα μάτια του και με το που γύρισε να φύγει είδε τη μάνα του. Ήταν εκεί και τον περίμενε. Έψαχνε από ώρες να τον βρει και τελικά τον βρήκε εκεί όπου ήταν η τελευταία της ελπίδα. Με δακρυσμένα μάτια την αγκάλιασε και της είπε ότι την αγαπάει. Ξέσπασε μέσα στην αγκαλιά της σα μικρό παιδί που κλαίει στα πόδια της μάνας του γιατί πληγώθηκε. Γύρισαν μαζί στο σπίτι τους,το πατρικό. Αγκάλιασε τα αδέρφια του και τον πατέρα του μα δεν άρθρωσε λέξη. Εξάλλου η σιωπή μιλούσε και έλεγε πολλά περισσότερα.

Μετά από πολύ καιρό ένιωσε ξανά πως αγαπάει και αγαπιέται. Ξύπνησε η καρδιά του από τον λήθαργο του φόβου και τα άφησε όλα πίσω. Τις προδωσίες , τις ψεύτικες αγάπες, τους δήθεν ανθρώπους. Το μόνο που δεν άφησε πίσω  ήταν ένα. Ο Δημήτρης. Τον κράτησε για πάντα μέσα του και ήταν σαν να ζούσε ακόμη. Ήταν σαν να ερχόταν δίπλα του τα βράδυα και να του ψιθύριζε ότι τον συγχώρεσε και ότι πάντα θα τον αγαπάει. Αυτός ο θάνατος και αυτός ο άνθρωπος ήταν η αιτία που κατάφερε και πάλι να αγαπήσει. Κατάφερε να ξεκλειδώσει την ψυχή του και να δίνει απλόχερα σε όλους όσα έχει και ας μην πάρει ποτέ τίποτα πίσω. Συνειδητοποίησε πως ακόμη και αν οι γύρω του κάποιες φορές τον πληγώνουν,αυτός δεν πρέπει να κλείνει σε κανέναν την πόρτα. 


Δεν υπάρχει πιο όμορφο και ξεχωριστό συναίσθημα από την αγάπη. Είναι ξεχωριστό και να αγαπάς και να αγαπιέσαι. Δυστυχώς άργησε να το καταλάβει ,δυστυχώς έχασε από την ζωή του έναν πολύ σημαντικό άνθρωπο χωρίς να προλάβει να του ψελλίσει την λέξη σε αγαπώ. Ο χρόνος είναι τόσο ύπουλος, κυλάει τόσο γρήγορα και καμιά φορά είναι τόσο αργά που ότι και αν κάνεις δε γυρίζει πίσω.


Γι'αυτό και πρέπει να αγαπάμε το κάθετι γύρω μας με όλη μας την ψυχή σαν να ναι η τελευταία φορά που το βλέπουμε,που το αγγίζουμε και το νιώθουμε.


Και προσοχή.

Στην αγάπη ,σημασία δεν έχει πόσα πήρες και πόσα έδωσες. Οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι χρήμα να το μετράμε. Ούτε ρέστα δίνουν ούτε υπόλοιπο έχουν ούτε χρωστούμενα. Ό,τι έδωσες έδωσες και ό,τι ήταν να πάρεις το πήρες.



~Χ.π.Χ~





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου