Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

Μελοποιημένη Ποίηση..τραγούδα τα αγαπημένα σου ποιήματα και το αντίστροφο (Υπόγεια Ρεύματα,Kατσιμίχα, Aρβανιτάκη , Παπακωνσταντινου..)





Κατσιμιχαίοι

Το Δωμάτιο : Λένα Παπά

Μες στο κλειστό δωμάτιο μπορείς να βρεις
ό,τι δεν τόλμησες ποτέ να ονειρευτείς
κι ό,τι μέσα σου βαθιά αγάπησες
κι όμως ποτέ δεν είδες να βγαίνει αληθινό

Όλα είναι εκεί, εκεί υπάρχουν όλα
μες στο κλειστό δωμάτιο, όλα και τίποτα
αγάλματα θεών λησμονημένων και της Ελένης το πουκάμισο
όλα είναι εκεί κι άλλα πολλά, που κάποτε φαντάστηκες

Ο φόβος του Χριστού στον κήπο της Γεθσημανή**
τα βήματα της θλίψης του, της αίγλης του το φως
το αίμα των θυσιασμένων και οι χαμένοι στόχοι τους
το ψύχος το δριμύ των χωρισμών

Το διαμαντένιο αηδόνι του βασιλιά της Κίνας
σινιάλα από φάρους που σβηστήκαν
και μαγικά τοτέμ από άγνωστες φυλές
κι εφηβικά κορμιά και καλοκαίρια γαλανά
θάνατοι και φωτιές κι αόρατη ομορφιά

Μες στο κλειστό δωμάτιο υπάρχουν όλα
αν έχεις μάτια να τα δεις, αν έχεις χέρια να τ’ αγγίξεις
μπορείς να βρεις κλειδί να ξεκλειδώσεις τη σιωπή τους
αρκεί να πας, ολάνοιχτος, γυρεύοντάς τα





Ελευθερία Αρβανιτάκη

Το Παράπονο : Οδυσσέας Ελύτης


Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
Άλλα είν' εκείνα που αγαπώ
γι' αλλού γι' αλλού ξεκίνησα

Στ' αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ' ομολογώ
Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα

Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν τα κυνηγά
Πάντα πάντα θα 'ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.




Υπόγεια ρεύματα

Κακή Φωτιά : Kωστής Παλαμάς

Εγώ είμ’ εδώ ανυπόταχτος και παραστρατισμένος, 
εγώ δαγκώνω με θυμό της φτώχειας το ψωμί, 
νόθος της τέχνης είμ’ εγώ και της ιδέας διωγμένος
από μιαν έγνοια ο νους θολός, δαρμένο το κορμί. 

Ο λύχνος μου στης ιερής μελέτης το τραπέζι 
σαν ένα νεκροκάντηλο στα μάτια μου αχνοπαίζει
όλα πολέμια κρύα βιβλία, κοντύλια και χαρτιά. 
Με καίει κακιά φωτιά. 

Εμέ η ζωή μου πλάνεμα και η γέννησή μου λάθος
το λόγο δεν ορέγομαι, δεν ξέρω το ρυθμό
σέρνουν εμένα δυο άλογα, τ’ αράπικο το πάθος 
και τ’ αφροστάλαχτο όνειρο μπορεί και στο γκρεμό.






Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Το Μαχαίρι : Νίκος Καββαδίας

Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο
ένα παλιό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι
όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι αραπάδες 
που από έναν γέρο έμπορο αγόρασα στ’ Αλγέρι.

Θυμάμαι, ως τώρα να `τανε, το γέρο παλαιοπώλη, 
όπου έμοιαζε με μια παλιά ελαιγραφία του Γκόγια, 
ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες, 
να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια:

«Ετούτο το μαχαίρι, εδώ, που θέλεις ν’ αγοράσεις
με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το `χει ζώσει, 
κι όλοι το ξέρουν πως αυτοί που κάποια φορά το `χαν, 
καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.

Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ’ αυτό τη Δόνα Τζούλια, 
την όμορφη γυναίκα του γιατί τον απατούσε.
ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, τον δύστυχο αδελφό του
με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.

Ένας αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια
και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο.
Χέρι με χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια.
Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μα αυτό μου φέρνει τρόμο.

Σκύψε και δες το, μια άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει, 
είναι αλαφρύ για πιάσε το δεν πάει ούτε ένα κουάρτο, 
μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν’ αγοράσεις.»
Πόσο έχει; Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις πάρ’το.

Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο, 
που η ιδιοτροπία μ’ έκαμε και το `καμα δικό μου, 
κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω, 
φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου..




Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Θεσσαλονίκη : Νίκος Καββαδίας

Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά
σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά

Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι
άγιε Νικόλα φύλαγε κι αγιά θαλασσινή
τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει παιδί του Μοντιλιάνι
που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί

Απάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού
εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού

Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη
πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες σ’ αγαπώ
αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Ντεπό




Κατσιμιχαίοι

Γυναίκα της Ψυχής μου : Γιώργος Σεφέρης


Γυναίκα, της ψυχής μου ξένη
Το ξάφνιασμά σου μου απομένει
Ωραία γυναίκα αγαπημένη, 
Το βράδυ αυτό το ανόητο, σήμερα
Και των ματιών σου οι μαύροι κρίκοι
Και της νυχτιάς η ανάερη φρίκη...

Σκύψε να μπεις πάλι στη θήκη
Λεπίδι της σιωπής μου, χίμαιρα




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου