Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

MONAXA H ΑΓΑΠΗ (ΔΙΗΓΗΜΑ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ)

**Απαγορεύεται η ολική ή μερική αναπαραγωγή του.**



Το ζεστό νερό που έπεφτε ασταμάτητα στο πρόσωπο της ενώθηκε με τα δάκρυα και τις σκέψεις της που επίσης έτρεχαν ασταμάτητα στο μυαλό της. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει αυτό που μόλις είχε ακούσει. Δεν ήταν δυνατό ο χειρότερος εφιάλτης της να μετατρεπόταν σε πραγματικότητα. Μια στιγμή, μια τόσο μικρή στιγμή ήταν αρκετή για να αλλάξει ολοκληρωτικά τη ζωή της. ΄Η μάλλον ήταν αρκετή να καθορίσει όχι τη ζωή της αλλά το θάνατο της. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Δεν μπορούσε να δεχτεί ότι θα έπρεπε να χάσει ό, τι πιο πολύ αγαπούσε, ό, τι θα έπρεπε να εγκαταλείψει όλα τα όνειρα της, να αφήσει τα σχέδια για το μέλλον, να αφήσει απλά τη ζωή να κυλήσει χωρίς η ίδια να ακολουθεί. Ήταν αδύνατο να το δεχτεί.
Το τηλέφωνο που χτύπησε σαν δαιμονισμένο την απομάκρυνε απότομα απ’ τις σκέψεις και την επανέφερε στην πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που δεν ήθελε να γνωρίζει, μια πραγματικότητα που ήθελε να ξεχάσει. Κοίταξε το κινητό της και είδε το όνομα του συντρόφου της, Άγγελος. Και ήταν στ’ αλήθεια ο φύλακας άγγελος της, σύντροφος και συνοδοιπόρος στη ζωή της. Και τότε θυμήθηκε εκείνη την ημέρα της γνωριμίας της με τον Άγγελο, την ημέρα που της στιγμάτισε για πάντα τη ζωή με τον πιο όμορφο τρόπο και έγραψε με ανεξίτηλο μαρκαδόρο στην καρδιά της το όνομα του.


Ήταν πριν ένα χρόνο ακριβώς, 21 Απριλίου. Σήμερα είχαν επέτειο λοιπόν. Ένας υπέροχος χρόνος με τον αγαπημένο της Άγγελο κύλησε τόσο όμορφα, σχεδόν παραμυθένια. Δεν ήταν ότι δεν είχαν καβγάδες ή ότι ήταν το τέλειο ζευγάρι. Απλά είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους ένα ιδιαίτερος δεσμός, μια σχέση βαθύτερη από αυτές που δύσκολα συμβαίνουν ανάμεσα στους ανθρώπους. Ειδικά στη σημερινή εποχή της αποξένωσης και της μοναξιάς, όπου ο καθένας πορεύεται μόνος στη ζωή και δεν ανοίγει ούτε την παραμικρή χαραμάδα για να μπορέσει να τρυπώσει κάποιος και να ζεστάνει για λίγο την καρδιά του ή έστω να ξεγελάσει λιγάκι την μοναξιά του. Η Έλσα και ο Άγγελος ήταν από τους τυχερούς της ζωής. Βρήκαν ο ένας τον άλλον και δεν ζητούσαν τίποτα περισσότερο. Η αγάπη τους ήταν αρκετή για να γεμίσει όλα τα κενά που τυχόν είχαν. Πίστευαν και οι δύο στη δύναμη που έχει αγάπη , στα θαύματα που μπορεί να κάνει κάποιος που αγαπάει. Γιατί η αγάπη δεν είναι για τους δειλούς ανθρώπους αλλά για τους δυνατούς, για κείνους που ξέρουν να παλεύουν και αντέχουν στις δυσκολίες καθώς γνωρίζουν πως <<ό,τι αξίζει, πονάει και είναι δύσκολο>>!

***
Η Έλσα πέρυσι δούλευε σε μια συνοικιακή καφετέρια και έπειτα από ένα μήνα παρατήρησε ότι ένας νεαρός ερχόταν τον τελευταίο καιρό πολύ συχνά στο μαγαζί και καθόταν από τη στιγμή που εκείνη έπιανε δουλειά, μέχρι και να σχολάσει. Εκείνη την ημέρα λοιπόν από τη στιγμή που μπήκε στο μαγαζί ένιωθε να έχει συνεχώς καρφωμένα πάνω της δυο μάτια. Συγκεκριμένα, δύο πράσινα μάτια που ανήκαν στον νεαρό ο οποίος καθόταν στη γωνία του μπαρ και δεν είχε ξεκολλήσει το βλέμμα του από πάνω της. 
«Λες να έρχεται για μένα..;» σκέφτηκε. «Μπα, αποκλείεται. Σιγά μην  ερχόταν κάθε μέρα για να βλέπει εμένα πως φτιάχνω τους καφέδες» είπε από μέσα της και ήπιε μια γουλιά απ΄ τον αγαπημένο της καπουτσίνο που μόλις είχε φτιάξει. 
«Το να πίνεις καφέ είναι μια ιεροτελεστία» σκέφτηκε αλλά οι σκέψεις της διακόπηκαν από τη φωνή του νεαρού.
« Απόλαυση ο καφές, έτσι»; της είπε σαν να είχε διαβάσει το μυαλό  της και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.
Εκείνη παραξενεμένη του απάντησε « Η ώρα του καφέ είναι ιερή για μένα» και ανταπέδωσε το χαμόγελο.
«Άγγελος» είπε και άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της.
« Έλσα, χάρηκα» είπε εκείνη και δέχτηκε τη χειραψία του. 
« Τι περίεργο», σκέφτηκε, «πρώτα διαβάζει τις σκέψεις μου και τώρα έχει το αγαπημένο μου όνομα, Άγγελος»…
« Θα προτιμούσα να σε λέω Ελισάβετ, αν δεν σε πειράζει. Μου αρέσουν τα ονόματα ολόκληρα, ειδικά το δικό σου που είναι βασιλικό και είναι και από τα αγαπημένα μου».
«Α, θα μας τρελάνει τελείως αυτός ο… Άγγελος» σκέφτηκε.
«Ναι, εννοείται και εγώ έτσι προτιμώ να με φωνάζουν αλλά οι περισσότεροι με λένε Έλσα για συντομία. Όπως και να έχει δεν έχω πρόβλημα».
Μια σιωπή ακολούθησε τον τυπικό διάλογο τους και η Έλσα άρπαξε ένα πανί και άρχισε να καθαρίζει τον πάγκο. Τι ακριβώς καθάριζε ούτε η ίδια ήξερε, αλλά την είχε πιάσει μια περίεργη αμηχανία που της την προκαλούσαν τα μάτια του νεαρού Άγγελου που εξακολουθούσαν να την καρφώνουν. Μετά από πέντε λεπτά και αφού πλέον ο πάγκος γυάλιζε σταμάτησε και έψαξε την τσάντα της να βρει το πακέτο με τα τσιγάρα της. Μα τι την είχε πιάσει; Έψαξε αλλά μάταια καθώς είχε ξεχάσει τα τσιγάρα σπίτι μιας και έφυγε βιαστικά. Ο Άγγελος που παρακολουθούσε όλες τις κινήσεις της άνοιξε το πακέτο του και της πρόσφερε ένα. Prince κόκκινο μαλακό. Εκείνη το πήρε, τον ευχαρίστησε και τον άφησε να της ανάψει το τσιγάρο. Καθώς τον πλησίασε για να ανάψει, είδε από κοντά τα πράσινα μάτια του και μέσα τους διέκρινε μια φλόγα. Ήταν αντανάκλαση απ ’τον αναπτήρα ή αντανάκλαση της ψυχής του…;
«Έχεις πολύ όμορφα μάτια», του είπε διστακτικά.
« Σε ευχαριστώ Ελισάβετ. Πάντως δεν ανταγωνίζονται τα δικά σου, είμαι σίγουρος. Φαντάζομαι θα έχεις βαρεθεί τα όμορφα λόγια για τα υπέροχα μάτια σου.»
« Τα κομπλιμέντα είναι πάντα καλοδεχούμενα. Σε ποιον δεν αρέσει να του κάνουν; Αρκεί να είναι αληθινά και να μην έχουν ψεύτικους σκοπούς» του απάντησε εκείνη χαρίζοντας του ένα απ’ τα σπάνια χαμόγελα της.
« Έχεις απόλυτο δίκιο. Θα έχεις ακούσει ότι τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Έτσι δεν λένε;»
«Έτσι λένε και έτσι είναι πιστεύω. Στα μάτια μας καθρεφτίζεται ένα κομμάτι του βαθύτερου εαυτού μας. Τα μάτια είναι μια πόρτα για να φτάσεις στην ψυχή του ανθρώπου. Τα μάτια μιλάνε και πολλές φορές λένε περισσότερα από όσα νομίζουμε. Τα μάτια χαίρονται, λυπούνται, κλαίνε. Είναι πολλά περισσότερα από ένα χρώμα.»
Ο Άγγελος την κοίταζε με θαυμασμό και είχε κρεμαστεί απ’ τα χείλη της.
«Μιλάς πολύ όμορφα» της είπε με ειλικρίνεια.
«Με βοηθούν και οι σπουδές μου, για αυτό μάλλον.»
«Αλήθεια, τι σπουδάζεις;»
«Ψυχολογία. Είμαι τώρα στο τέταρτο έτος και φιλοδοξώ αν όχι φέτος, τουλάχιστον του χρόνου να είμαι με το πτυχίο στο χέρι.»
«Ψυχολόγος λοιπόν. Ενδιαφέρον.»
«Αυτό ήταν το όνειρο μου από μικρή. Μου άρεσε να ακούω τους ανθρώπους να μου μιλάνε για τα προβλήματα και τις ανησυχίες του και εγώ με τη σειρά μου να προσπαθώ να τους κάνω να αισθανθούν καλύτερα, να τους συμβουλέψω και αν μπορώ να γίνω η αιτία να ξεπεράσουν οτιδήποτε τους απασχολεί. Αλλά εσύ δεν μου είπες, με τι ασχολείσαι;»
«Εγώ πάλι ασχολούμαι με τα σωματικά προβλήματα των ανθρώπων. Ιατρική έχω τελειώσει και εδώ και πέντε μήνες δουλεύω στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο.»
«Πολύ ωραία.» απάντησε η Έλσα που είχε εντυπωσιαστεί με την καινούρια της γνωριμία με τον Άγγελο.
Από κει και πέρα όλα κύλησαν όμορφα, οι δυο τους ταίριαξαν απόλυτα, αγαπήθηκαν και ο κόσμος έγινε λίγο πιο όμορφος για αυτούς. Μια στιγμή και μόνο ήταν αρκετή για να ενώσει τους δύο νέους. Η στιγμή εκείνη που συναντήθηκαν τα βλέμματα τους και μονομιάς άναψε η φλόγα του έρωτα στην καρδιά τους. Και τώρα, έπειτα από έναν χρόνο πάλι μια στιγμή στάθηκε αρκετή για να διαλύσει τις ζωές τους. Τι άσχημα παιχνίδια στήνει πολλές φορές η μοίρα! Τι άδικη που είναι η ζωή .......
με αυτούς που την λατρεύουν πιο πολύ!
Το τηλέφωνο συνέχισε να χτυπάει μανιωδώς όμως η  Έλσα δεν ήθελε να ακούσει τίποτα και κανέναν. Είχε χαθεί στις σκέψεις της, είχε βυθιστεί στη θλίψη και προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι της είχε συμβεί.  Το καυτό νερό σαν να καταλάβαινε τον πόνο της, τη χάιδευε απαλά προσπαθώντας να απαλύνει λίγο την πληγή που μόλις είχε ανοίξει μέσα της. Έπειτα από μια ώρα, αποφάσισε να βγει απ’ το μπάνιο. Τυλίχτηκε με την πετσέτα της και έπεσε πάνω στο κρεβάτι. Είδε στο κινητό της ένα μήνυμα απ ’τον Άγγελο:
 «Αγάπη μου γλυκιά, σε έχω πάρει εκατό τηλέφωνα. Ελπίζω να σε έχει πάρει ο ύπνος γιατί έχω αρχίσει να ανησυχώ. Έχουμε επέτειο σήμερα μικρή μου πριγκίπισσα, το ξέχασες;»
Η Έλσα δεν άντεξε και ξέσπασε σε λυγμούς. Τα δάκρυα κυλούσαν με ορμή και αυλάκωναν τα μάγουλα της. Πνιχτές φωνές διέκοπταν κάθε τόσο τη σιωπή. Τα δάκρυα της Έλσας πλημύρισαν τα μάτια και την ψυχή της. Πώς θα άντεχε τόσο πόνο μόνη της και πώς να το μοιραστεί με κάποιον άλλον; Δεν ήθελε να πονέσει για κείνην κανένας, πόσο μάλλον ο Άγγελος της. 
Έτσι αποφάσισε να μην του πει τίποτα. Δεν θα έβαζε τον αγαπημένο της σε αυτήν την διαδικασία. Θα έπρεπε να κάνει κάτι όμως που θα τον πονούσε εξίσου αλλά θα ήταν για το καλό του. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε. Θα του έλεγε να χωρίσουν. Θα τον απάλλασσε από την ίδια και το μαρτύριο που έπρεπε να περάσει. Ούτε κανένας άλλος θα το μάθαινε. Όλα θα φαινόταν φυσιολογικά. Κανείς δεν έπρεπε να μάθει, κανείς! Που να το βρει όμως το κουράγιο να του πει τέτοια κουβέντα; Αυτή που ζούσε και ανέπνεε μόνο για να τον βλέπει να χαμογελάει; Πώς θα έβρισκε τώρα τη δύναμη να τον αφήσει και να τον πληγώσει με τέτοιον τρόπο; Κι όμως έτσι έπρεπε να γίνει. Θα πονούσε για λίγο καιρό αλλά κάποια στιγμή θα το ξεπερνούσε και θα συνέχιζε τη ζωή του. Δεν μπορούσε να τον καταδικάσει να ζει στη σκιά της, να κουβαλάει αυτός τον δικό της σταυρό. Δυστυχώς σε αυτό ήτανε μόνη. Μόνη της θα έπρεπε να παλέψει με τον δαίμονα της. Με αυτές τις σκέψεις την πήρε ο ύπνος, να την αφήσει έστω για λίγο να ηρεμήσει, να μαλακώσει η καρδιά της, να πέσει για λίγες ώρες στη λήθη, να ξεχαστεί.
Ο Άγγελος χτυπούσε το κουδούνι της Έλσας και ταυτόχρονα την έπαιρνε τηλέφωνο αλλά καμία απάντηση. Άρχισε να ανησυχεί περισσότερο, χτυπούσε την πόρτα και φώναζε: 
«Έλσα, Έλσα άνοιξε μου. Είσαι καλά; Γιατί δεν απαντάς; Άνοιξε μου. Θα σπάσω την πόρτα. Έλσααα».
Εκείνη άκουσε τι φωνές και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Κατάλαβε ότι είχε αποκοιμηθεί όπως βγήκε απ’ το μπάνιο. Δεν είχε ούτε δύναμη να ντυθεί, αλλά μάζεψε όσο κουράγιο της είχε απομείνει και άνοιξε την πόρτα. Τώρα θα έπρεπε να του το πει. Είδε τον Άγγελο της να στέκεται στην πόρτα, ανήσυχος, με ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα που ήξερε πως ήταν τα αγαπημένα της. Ο Άγγελος έπεσε αμέσως στην αγκαλιά της και τη φίλησε.
«Χρόνια μας πολλά αγάπη μου… Να σε χαίρομαι για πάντα πριγκηπέσα μου».
Εκείνη λύγισε, δεν μπορούσε να τον πληγώσει. Τον αγκάλιασε με όλη τη δύναμη της ψυχή της και ευχήθηκε να σταματούσε ο χρόνος εκεί για να μείνει για πάντα στην αγκαλιά του. Να μη φοβάται τίποτα. Να τα ξεχάσει όλα.
«Χρόνια μας πολλά, ψυχή μου, χρόνια μας πολλά…» είπε αλλά ο τόνος της φωνής της άλλα μαρτυρούσε.
«Τι έχεις αγάπη μου; Γιατί δεν απαντάς τόσες ώρες; Ανησύχησα πάρα πολύ. Τι κάνεις τυλιγμένη με την πετσέτα;»
«Έκανα μπάνιο πριν γι αυτό δεν απάντησα. Μετά με πήρε ο ύπνος στο κρεβάτι χωρίς να το καταλάβω και έτσι δεν πρόλαβα να σε πάρω. Άκουσα τις φωνές και ξύπνησα.»
«Αχ βρε μωράκι μου. Θα με κάνεις καρδιακό εσύ. Έτοιμος ήμουν να σπάσω την πόρτα αν δεν άνοιγες στα επόμενα πέντε λεπτά. Δεν αστειεύομαι. Τρελάθηκα απ’την αγωνία μου. Τρόμαξα μήπως έπαθε τίποτα η ψυχή μου. Ζωή μου εσύ. Πόσο σε λατρεύω…! Είμαι ο πιο τυχερός άνθρωπος του κόσμου και ο πιο ευτυχισμένος εδώ και έναν χρόνο αφού γνώρισα το πιο υπέροχο πλάσμα. Την μικρή μου πριγκίπισσα.»
Ο Άγγελος είχε αρχίσει μια εξομολόγηση καρδιάς και δεν σταματούσε αλλά η Έλσα δεν άντεξε και ξέσπασε σε κλάματα.
«Αγάπη μου τι έπαθες; Γιατί κλαίς; Τι είπα;»
«Τίποτα. Απλά… Φύγε Άγγελε. Φύγε. Θέλω να χωρίσουμε.»
«Μα τι είναι αυτά που λες, αγάπη μου; Τρελάθηκες;»
«Σε παρακαλώ Άγγελε. Κάνε αυτό που σου είπα. Μην το δυσκολεύεις άλλο. Φύγε σε παρακαλώ…»
«Δεν το εννοείς αυτό, έτσι; Τι έπαθες ξαφνικά; Μίλα μου, ψυχή μου. Τι έγινε;» της είπε αγκαλιάζοντας την ενώ με δυσκολία συγκρατούσε τα δάκρυα του.
«Κάποια στιγμή θα σου εξηγήσω. Μα τώρα φύγε, θέλω να μείνω μόνη.»
«Δεν σ’ αφήνω για κανένα λόγο. Πες μου τι συνέβη αμέσως, Έλσα.»
«Θα σου πω αλλά όχι τώρα. Σεβάσου αυτό που σου ζητώ και μην το κάνεις ακόμα πιο δύσκολο. Φύγε Άγγελε. Άσε με μόνη, σε παρακαλώ.»
«Τι να πω… Φεύγω αλλά θα περιμένω να με πάρεις τηλέφωνο.» της είπε και άφησε ένα φιλί στα χείλη της.
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Δεν άντεξε όμως να περπατήσει. Έπεσε στα σκαλοπάτια και ελευθέρωσε τα δάκρυα που τόση ώρα συγκρατούσε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί στην Έλσα του. Σίγουρα όμως ήταν κάτι σοβαρό γιατί η πριγκίπισσα του ήταν σε άσχημη κατάσταση. Τον πονούσε που τον κρατούσε έξω από το πρόβλημα της. Εκείνος πάντα ήταν δίπλα της και στα όμορφα και στα άσχημα της ζωής. Ό, τι και να συνέβαινε πάντα το περνούσαν μαζί, οι δυο τους. Τώρα τι άλλαξε; Τι της είχε συμβεί και γιατί δεν ήθελε να το μοιραστεί μαζί του; Μήπως είχαν αλλάξει τα αισθήματα της απέναντι του; Ούτε σαν σκέψη δεν ήθελε να περνάει αυτό απ’ το μυαλό του. Δεν ήξερε τι να κάνει, ήξερε μόνο ότι πονούσε. Πονούσε όχι για τον τρόπο που τον έδιωξε από κοντά της η Έλσα, αλλά για εκείνη.
Η Έλσα με τη σειρά της πονούσε διπλά, για τον εαυτό της όχι τόσο αλλά για εκείνον που αγαπούσε περισσότερο και που πλήγωσε με τέτοιο τρόπο. Οι ώρες περνούσαν και εκείνη είχε κολλήσει στο ίδιο σημείο λες και ο χρόνος είχε σταματήσει μόνο για αυτήν. Άδειασε από σκέψεις και από τσιγάρα. Ντύθηκε και πήγε να πάρει ένα πακέτο. Ίσως έσβηνε και ο πόνος της μέσα στο γεμάτο τασάκι. Ίσως να γινόταν στάχτη και να ανήκε πια στο παρελθόν. Άνοιξε την πόρτα και αντίκρυσε τον Άγγελο, καθισμένο εκεί, να την περιμένει.
«Άγγελε, τι κάνεις εδώ; Δεν έφυγες;» Τι χαζές ερωτήσεις! Φυσικά και δεν έφυγε αφού τον έβλεπε μπροστά της. Όσο για το τι έκανε εκεί δεν ήταν και πολύ δύσκολο να το καταλάβει.
«Σε περίμενα. Έλσα, δεν θα φύγω αν δεν μου πεις τι έχει συμβεί. Δεν φεύγω από κοντά σου ό, τι και να κάνεις. Θα μείνω εδώ μέχρι να είσαι έτοιμη να μου μιλήσεις. Όποτε θες, δεν σε πιέζω. Θα περιμένω. Εμείς τα περνάμε όλα μαζί. Γιατί τώρα με κρατάς απ’ έξω; Τι άλλαξε, αγάπη μου;»
Εκείνη είχε στεγνώσει από δάκρυα. Έπεσε εκεί στην αγκαλιά του και αποφάσισε να του μιλήσει. Τελικά είχε άδικο. Ο Άγγελος είχε δικαίωμα να ξέρει τι της συμβαίνει. Δεν μπορούσε να τον απομακρύνει. Θα του έλεγε για το πρόβλημα της και αυτός θα αποφάσιζε τι ήθελε να κάνει από κει και πέρα.
«Θα σου πω, αγάπη μου αλλά θέλω να με ακούσεις προσεκτικά και μην με διακόψεις μέχρι να τελειώσω.»
«Φυσικά ψυχή μου. Σε ακούω. Μίλα μου»
Και έτσι εκεί στα σκαλοπάτια η Έλσα αποκάλυψε στον Άγγελο αυτό που πριν λίγες ώρες είχε μάθει.
«Θυμάσαι πριν δυο εβδομάδες που κάναμε κάποιες εξετάσεις για τον ιό HIV/AIDS; Το πρωί τηλεφώνησα στο διαγνωστικό κέντρο και με ενημέρωσαν για τα αποτελέσματα. Τα δικά σου ήταν αρνητικά αλλά εγώ βρέθηκα θετική στον ιό. Τι θα κάνω, αγάπη μου; Τι θα κάνουμε; Καταλαβαίνεις; Έχω τον ιό.» είπε με τρεμάμενη φωνή και ξέσπασε για ακόμη μια φορά σε κλάματα. «Είχα αποφασίσει να μην μιλήσω σε κανέναν, ούτε σε εσένα γιατί…»
«Σταμάτα, ψυχή μου. Μη πεις τίποτα. Τίποτα»
Την πήρε στην αγκαλιά του και την άφησε να κλάψει εκεί σα μωρό που κλαίει στην αγκαλιά της μάνας του και ζητάει προστασία. Κάποιος απ’ τους δύο έπρεπε να είναι δυνατός και αυτός θα ήταν ο Άγγελος. Έμειναν αγκαλιασμένοι, έξω από την πόρτα ως το πρωί. Δεν μίλησαν. Άλλωστε τι να πουν εκείνη τη δύσκολη ώρα; 
Το ξημέρωμα τους βρήκε στο ίδιο σημείο. Δύο άνθρωποι να αγκαλιάζουν για λίγο τον πόνο τους. Ο Άγγελος την πήρε απ’ το χέρι και μπήκαν μαζί στο σπίτι. 
«Θα σου φτιάξω έναν καφέ, ψυχή μου, και κάτι να φας. Είσαι εξαντλημένη και δεν θέλω να σε βλέπω έτσι.»
Αφού έφτιαξε καφέ και για τους δυο, κάθισε δίπλα της. Είχε έρθει η ώρα να μιλήσουν, να πάρουν κάποιες αποφάσεις. Ο Άγγελος ξεκίνησε πρώτος.
«Για μένα, ζωή μου, δεν έχει αλλάξει τίποτα απέναντι σου. Με βλέπεις ψύχραιμο αλλά δεν είμαι. Τι να σου πω, ότι δεν πόνεσα μόλις μου μίλησες ή ότι δεν λύγισα και εγώ όπως και εσύ; Μα σ ’αυτό δεν είσαι μόνη σου, Έλσα. Είμαστε μαζί. Μαζί θα τα αντιμετωπίσουμε όλα. Ό, τι και να συμβεί θα είμαι δίπλα σου.»
«Το μόνο που ξέρω είναι ότι σε λατρεύω και αν στην αρχή σκέφτηκα να το περάσω όλο αυτό μόνη μου μετά κατάλαβα ότι έχεις δικαίωμα να ξέρεις και ότι χωρίς εσένα, δεν θα άντεχα ούτε στιγμή. Κουβαλάω τον ιό μέσα μου πάνω από ένα χρόνο και δεν το ήξερα. Θα μπορούσα να είχα κολλήσει και εσένα. Θεέ μου, ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω. Ευτυχώς στη σχέση μας δεν κάναμε επιπολαιότητες. Εγώ όμως πληρώνω το λάθος μου πριν να σε γνωρίσω. Ένα λάθος που θα μου κοστίσει τη ζωή. Φοβάμαι, Άγγελε. Φοβάμαι πολύ. Δεν θέλω να πεθάνω.»
«Σταμάτα, ψυχή μου. Τι κουβέντες είναι αυτές; Αυτά τα λόγια δεν θέλω να τα ξανακούσω ποτέ απ’ το στόμα σου. Κατάλαβες; Ποτέ! Εγώ είμαι εδώ και δεν θα σ’ αφήσω να πάθεις τίποτα.»
«Μα δεν είναι στο χέρι σου.»
«Είναι. Η ζωή μας ανήκει και είναι στο χέρι μας. Θα κάνεις και άλλες εξετάσεις, θα κάνουμε ότι είναι απαραίτητο. Θα πάμε παντού.»
« Ό, τι και να κάνουμε αργά ή γρήγορα θα έρθει το τέλος μου.»
«Όλων το τέλος θα έρθει κάποια στιγμή. Κανείς δεν ξέρει πότε και πως. Έχεις μεγάλη δύναμη μέσα σου, Έλσα και τώρα ήρθε η ώρα να φανείς δυνατή. Δεν είναι εύκολο, το ξέρω. Χρειάζεται αγώνα και πίστη. Δεν σου ζητάω τίποτα άλλο παρά να μην αφήσεις τη ζωή σου να περάσει έτσι, να μην παραιτηθείς απ’ τα όνειρα σου και την αγάπη μας.»
Τα λόγια του Άγγελου άναψαν μια σπίθα στην καρδιά της. Ένα μικρό παραθυράκι ελπίδας έλαμψε κάπου βαθιά της και δειλά ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της.
« Τι θα έκανα αν δεν σε είχα γνωρίσει; Πώς θα άντεχα να πορευτώ σε τούτη τη ζωή χωρίς εσένα πλάι μου; Πες μου πόση αγάπη έχεις μέσα σου, πόσα αποθέματα αντοχής;»
«Ελσάκι μου, μέχρι να σε γνωρίσω δεν ήξερα και εγώ ότι μπορώ να αγαπήσω με τόσο πάθος και ένταση, με όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Κι όμως έρχεται κάποια στιγμή στη ζωή μας που γίνεται ένα θαύμα. Μερικοί το προσπερνούν και συνεχίζουν μόνοι τη ζωή τους. Υπάρχουν κι άλλοι όμως που το αντιλαμβάνονται και αλλάζουν μια για πάντα. Πιστεύουν πια στα θαύματα, στην αγάπη, στην ομορφιά του κόσμου. Και εγώ είμαι ένας από αυτούς. Το θαύμα μου ήσουν εσύ. Μου άλλαξες τη ζωή. Με έκανες άνθρωπο. Με έμαθες την αγάπη. Μια αγάπη που δεν ζητά την καταπίεση, μια αγάπη ελεύθερη, ανιδιοτελής. Καταλαβαίνεις τι είσαι εσύ για μένα; Τα πάντα!»
«Πόσο ανάγκη είχα αυτά τα λόγια σου. Έχεις δίκιο. Μαζί θα τα περάσουμε όλα. Με την αγάπη μας θα νικήσουμε τα πάντα. Ήμουν έτοιμη να παραιτηθώ από τη ζωή. Καταράστηκα το Θεό και όλον τον κόσμο για αυτό που μου συνέβη. Μα τώρα ξέρω. Είναι απλά μια δοκιμασία. Δεν θα το βάλω κάτω. Όχι. Όσο σε έχω δίπλα μου, θα αντέξω.»
***
Και πράγματι άντεξε. Δεν ήταν εύκολο να σταθεί στα πόδια της και υπήρξαν στιγμές που λύγισε. Όμως είχε πάντα δίπλα της τον φύλακα Άγγελο της, στήριγμα στις δύσκολες ώρες. Ήταν αυτός που τη σήκωνε όταν έπεφτε. Μαζί πραγματοποίησαν κάθε όνειρο τους. Ο κόσμος αυτός δεν τους βοήθησε. Πολλές φορές τους στιγμάτισε. Είναι δύσκολο για εκείνους που δεν ξέρουν να αγαπούν να δεχτούν μια τέτοια μορφή αγάπης γι αυτό και την περιφρονούν. Κι είναι δύσκολο για τον κόσμο αυτό να δεχτεί τη διαφορετικότητα. Να δεχτεί το «πρόβλημα» του άλλου και να το αγκαλιάσει σαν δικό του. Μα η Έλσα τα κατάφερε. Τελείωσε με επιτυχία τις σπουδές της. Έκανε μάλιστα και μεταπτυχιακό και διέπρεψε. Άνοιξε το δικό της γραφείο και βοήθησε χιλιάδες ανθρώπους να λύσουν τα προβλήματα τους. Πολλοί δεν ήξερε τι κουβαλούσε μέσα της, ούτε μπορούσαν να το φανταστούν. Αγάπησε τη ζωή πιο πολύ από όλους. Δεν στέρησε το χαμόγελο της από κανέναν. Πήρε μέρος σε εκστρατείες κατά του AIDS και προσπάθησε με κάθε τρόπο να ενημερώσει τους νέους για αυτήν την μάστιγα. Έγινε εθελόντρια, οργάνωσε η ίδια σεμινάρια σε όλη την χώρα για να ενημερωθεί επιτέλους αυτή η κοινωνία για τις μάστιγες της εποχής. Για να σταματήσει ο κόσμος να κλείνει τα μάτια στα προβλήματα και να αποστρέφεται τους ανθρώπους που πάσχουν απ’ τον ιό. Για να έχουν όλα τα μέλη της κοινωνίας ίσα δικαιώματα, να μην αντιμετωπίζεται κανείς οροθετικός με απέχθεια, λύπηση, αποστροφή.  Να μην πάθει κανένας άλλος ότι έπαθε εκείνη. Να μην στερηθεί κανείς τη ζωή του, από ένα μοιραίο λάθος. Ο Άγγελος, οι φίλοι και η οικογένεια της ήταν πάντα δίπλα της και τη στήριξαν σε ό, τι και αν έκανε. Και έκανε πολλά. Δεν έχει σημασία πόσο έζησε αλλά πώς. Ίσως να πέθανε μετά από πέντε χρόνια, ίσως μετά από δέκα, ίσως πολύ νωρίτερα, ίσως και να βρέθηκε θεραπεία και να πέθανε στα βαθιά γεράματα. 

Όμως δεν έχει σημασία ο θάνατος αλλά η ζωή. Όλοι οι άνθρωποι κάποια στιγμή πεθαίνουν, λίγοι όμως ζουν αληθινά…



SavageFire






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου