Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

Ο ΙΟΥΔΑΣ ΦΙΛΟΥΣΕ ΥΠΕΡΟΧΑ ( ΔΙΗΓΗΜΑ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ)!

            **ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΟΛΙΚΗ Ή ΜΕΡΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥ**
                                "Ο ΙΟΥΔΑΣ ΦΙΛΟΥΣΕ ΥΠΕΡΟΧΑ"         
Οι σχέσεις είναι μοιραίες και αναπόφευκτες. Έτσι ήταν και η δική της,μοιραία, αναπόφευκτη ,τόσο αναπόφευκτη που σιγά σιγά την σκότωνε μέσα της ,της έτρωγε τα σωθικά , την πλήγωνε, την πονούσε και αυτός ο πόνος ήταν σαν αληθινος. Σαν να σου μπίγουν καφτά καρφία στο σώμα σου και να σε κατασπαράζουν. Εκείνο το βράδυ είχε χάσει τον  εαυτό της, το ήθελε όμως, το ήθελε πολύ, έπρεπε να ξεφύγει έστω για λίγο,να νιώσει σημαντική , να επιβεβαιωθει. Εκείνη τη νυχτα ένιωθε σα πόρνη, μια πόρνη κρυμμένη καλά πίσω απο τα  καθως πρέπει ρούχα της.
Η Λίνα ήταν γύρω στα 22, απλή και σοβαρή κοπέλα,σπούδαζε νομική στην Αθήνα και
με δυσκολία έβγαζε την εβδομάδα της καθώς το χαρτζιλίκι που έπαιρνε από τους γονείς δεν έφτανε ούτε για τα βασικά. " Ένα κωλόχαρτο παίρνω ρε μάνα ,λίγο γάλα και καμιά κονσέρβα πόσο πιο οικονομία να κάνω;" έλεγε και ξαναλεγε στην μανα της και της σπάραζε την καρδιά που έβλεπε της κόρη της να ζεί σε σημείο εξαθλίωσης και να τρέμει το φιλοκάρδι της κάθε φορα που ανέβαινε στο αστικό χωρίς εισητήριο αφού ούτε για αυτό δεν της έφταναν. Και αυτή η μάνα όμως τι άλλο να κάνει,γερασμένη και ταλαιπωρημένη απο τη τόση δουλειά έμενε πλέον όλη μέρα κλεισμένη σπίτι και έκλαιγε την μοίρα της με δάκρυα βαρυά και λύπες ανυπόφορες. 
Κι ο Δημήτρης ήταν ο φίλος της Λίνας,ένας βαρετός κυνικός ανθρωπάκος γύρω στα 25 με μόνη φιλοδοξία την δουλειά και τα λεφτά που ήλπιζε κάποτε να βγάλει. Τα τελευταία 3 χρόνια τα 2 νεαρα παιδιά είχαν δεσμό. Στην αρχή όλα ήταν υπέροχα. Γνωρίστηκαν το χειμώνα του 2009 σε μια συνοικιακή καφετέρια κοντά στο μπουρνάζι. Ήταν το στέκι τους εκείνη την περίοδο, ο καθένας με την παρέα του ξημεροβραδιάζοταν σ'εκείνο το παρακμιακό μαγαζάκι. Εντεχνάδικο πρέπει να ταν, ξέρεις απ'αυτα που κάποιοι τα αποκαλούν κουλτουριάρικες αηδίες. Για την Λίνα όμως αυτό ήταν το ιδανικό σε αντίθεση με τον Δημήτρη που άραζε εκεί μόνο από υποχρέωση,βλέπεις το μαγαζί ήταν του θείου του.
Ένα βροχερό απόγευμα η Λίνα κατέληξε μόνη της εκεί να πίνει τον καφέ της,νες αχτύπητο μέτριο με γάλα,έτσι της άραζε. Κοιτούσε την βροχή να πέφτει στο τζάμι και σκεφτόταν ότι το τελευταίο πεντάευρω θα πάει σαυτόν τον καφέ αλλά δεν την πείραζε ,είχε μάθει να ζει με αυτά που έχει,ας ήταν και λίγα. Η βροχή είχε δυναμώσει πολύ ,σε σημείο που ακούγοταν περισσότερο και απ'την μουσικη. Είχε περάσει κανα δύωρο και το μαγαζί είχε αδειάσει, τότε την πλησίασε ο δημήτρης με αρκετό δισταγμό κρυμμένο στα μεγάλα μαυρα του μάτια και την ρώτησε αν ήθελε παρέα. "Ναι " του είπε,και ο Δημήτρης κάθισε και απλά την κοιτούσε καθώς ρουφούσε το ουίσκι του. Κάπου εκεί άρχισαν όλα,το βράδυ έφυγαν μαζί και προχωρούσαν μέσα στην βροχή χωρίς λόγο, αυτή μούσκεμα και αυτός άφωνος να κοιτάει το κορμί της πάνω από τα βρεγμένα ρούχα της. Την άρπαξε την φίλησε και οι σταγόνες της βροχής ίσα που έπεφταν αναμεσα στα χείλη τους και τους έκανε να φιλιούνται ακόμη περισσότερο με πάθος και αμφιβολία ταυτοχρονα.
Αυτή ήταν λοιπόν η αρχή της σχέσης τους, και εκείνο το βράδυ είναι πλέον η μόνη ανάμνηση της Λίνας που και αυτήν κοντεύει να χαθεί σιγά σιγά μέσα στην δυστυχισμένη πλέον ζωή της. Με το Δημήτρη τα πράγματα δεν κύλησαν όπως τα ήθελε και  καμιά φορά σκέφτεται πως αυτός ο άντρας δεν είναι καν ότι ονειρεύτηκε. Ώρες ώρες πιάνει τον εαυτό της να θέλει να φύγει μακρυά,να ξεχάσει, να ξεχάσει και αυτόν και την γνωριμία τους ,να συνεχίσει τη ζωή της εκεί που την είχε αφήσει εκείνο το γαμημένο απόγευμα που ξέμεινε να πίνει καφέ. Εκείνο το απόγευμα που έβλεπε τον ουρανό να κλαίει επάνω στο παράθυρο. Τώρα πλέον είναι σίγουρη,δάκρυα ήταν δεν ήταν απλές σταγόνες βροχής,δάκρυα ήταν λέει και ξαναλέει από μεσα της.Ακόμη και η φύση έκλαιγε για την κατάντια που θα επακολουθούσε. Να υποκρίνετε κάθε μέρα εδώ και τρία χρόνια πως είναι ερωτευμένη με κάποιον που δεν αγαπά καν,να υποκρίνετε πως θέλει να μείνει   μαζί του για πάντα ,να υποκρίνετε πως θέλει να κάνει έρωτα μαζί του.
Κι όμως,αυτή έφταιγε για όσα της συνέβαιναν,αυτή και η ανικανότητα της να ηγηθεί του εαυτού της,ήταν τόσο αδύναμη Χριστέ μου,τόσο αναποφάσιστη μα πάνω απ'όλα δεν ήθελε ποτέ να πληγώσει τον Δημήτρη. Θυσίασε τον εαυτό της για τον Δημήτρη,τον νιαζόταν κατα βάθος. Η ψυχή της το ξέρει,κανείς άλλος. Είχε χτίσει ένα υπέροχο ψέμμα και τον άφηνε να ζεί εκεί μεσα,τουλάχιστον ας είναι αυτός ευτυχισμένος,αυτό έλεγε στην Μυρτώ την φίλη της όταν της έλεγε να χωρίσει και να κοιτάξει τον εαυτό της που τόσο πολύ είχε παραμελήσει. Για την ακρίβεια τον είχε μισήσει,τον ίδιο της τον εαυτό!
Μετά από 2 χρόνια κ 2 μήνες απόλυτης αφοσίωσης στον άνθρωπο αυτό,μπήκε στο παιχνίδι και ένας τρίτος άνδρας. Ήταν τόσο διαφορετικος,και από αυτήν και από τον Δημήτρη. Δεν ξέρει τι την έσμπρωξε σ'αυτόν ,ίσως η απέχθεια για τον εαυτό της και την ζωή της ,ίσως η ρουτίνα,ίσως,ίσως ...
ούτε αυτή δεν ξέρει. Τον γνώρισε τυχαία ένα βράδυ διακοπής ρεύματος,έμενε στον πέμπτο προσωρινα ,2 ορόφους πάνω απ'την λίνα. Εκείνο το βράδυ της διακοπής ήταν μόνοι τους στην οικοδομή και αποφάσισαν να γνωριστούν και να πιουν ένα ποτό παρέα ,ένα ποτο μέσα στο σκοτάδι και την απόλυτη σιωπη,ένα κερί άναβε μόνο,ίσα ίσα να ξεχωρίζει ο ένας την φιγούρα του άλλου. Ορέστη τον έλεγαν..το αγαπημένο όνομα της Λίνας. Το βαθύ σκοτάδι εκέινης της νύχτας έκρυβε πολλά μυστικά ,λίγο το ποτό λίγο το κρύο ,λίγο η μοναξια και των δύο και ξαφνικα βρέθηκαν πολύ κοντα ,τόσο κοντα σε σημείο που ο ένας άγγιζε το κορμί του άλλου άθελα του και άφηνε υπόνοιες πάθους να ξεχύνονται στον αέρα.
Το επόμενο πρωί βρέθηκαν να κοιμούνται μισόγυμνοι στο ίδιο κρεβάτι ,σχεδόν αγκαλιασμένοι και κολλημένοι ο ένας επάνω στον άλλον. Η Λίνα άνοιξε τα ματια της και πετάχτηκε μακρυά του. " Σήκω και φύγε" του λέει, "Σήκω μ'ακους;".Τρέχει στο μπάνιο και ρίχνει παγωμένο νερό στο πρόσωπο της. Τόσο παγωμένο που σχεδόν την πονούσε και την ανακούφιζε μαζί. Σαν να τιμωρεί τον εαυτό της με λίγες σταγόνες νερού.Ο Ορέστης είχε ήδη ντυθεί και ήταν στην πόρτα,φεύγω της φωνάζει "τα λέμε" ξαναλέει και φεύγει κλείνοντας βιαστικά την πόρτα πίσω του. Η Λίνα πίανει διστακτικά το κινητό της και ετοιμάζεται να στειλει την συνηθισμένη καλημέρα της στο Δημήτρη όταν ξαφνικά πέφτει το μάτι της στη ημερομηνία. 23 φεβρουαρίου. "Δε το πιστεύω " μονολογεί.." θα τρελαθώ" ξαναλέει με δυνατή και τρεμάμενη φωνή ,έτοιμη να κλάψει ή να γελάσει για την ειρωνια της στιγμης. Τα γενέθλια του Δημήτρη μόλις είχαν ξημερώσει και αυτή του είχε κάνει ένα προτόγνωρο και περίεργο δώρο...Τον απάτησε με κάποιον που μόλις χθές γνώρισε. Έκανε έρωτα με κάποιον που δυσκολεύεται να θυμηθεί μέχρι και το όνομα του. Και ας ήταν το αγαπημένο της. 
Το δύσκολο ήταν πως έπρεπε να πείσει τον εαυτό της ότι δεν της άρεσε. Έφτιαξε καφέ κάθισε στην κουζίνα και σκεφτόνταν, χωρίς ακόμη να έχει ευχηθεί στον Δημήτρη . Έπιανε  τον εαυτό της να μυρίζει το δέρμα της και τα ρούχα της. Τα μύριζε και τα ξαναμύριζε και μέσα της ξυπνούσε η χθεσινοβραδυνή ηδονή και το πάθος με το οποίο της έκανε έρωτα ο.... ο Ορέστης,ναι Ορέστης ξανασκέφτηκε. Ερχόταν στο μυαλό της ξανά και ξανά η μυρωδιά του και το καλοσχηματισμένο κορμί του, τα γυμνασμένα μπράτσα του που χθες βράδυ την έσφιγκαν επάνω του και την έκαναν να ξεχνάει τα πάντα. " Ένιωσα, ένιωσα ξάνα " φώναξε στο τηλέφωνο με το που το σήκωσε η Μυρτώ. " τι ένιωσες παιδί μου ;" της λέει ξαφνιασμενη. "Ένιωσα το πάθος,την ηδονή,την καψουρα ρε μαλάκα" της φωνάζει.."κλέισε είμαι στο μάθημα " λέει η μυρτω και της το κλείνει αλλά η Λίνα συνέχιζε να σκέφτεται ΈΝΙΩΣΑ,ΈΝΙΩΣΑ,ΈΝΙΩΣΑ!!!
Αφού έδιωξε μακρυά όλα τα ένιωσα και τις ερωτικές μυρωδιές τηλεφώνησε στον Δημήτρη. Αυτος απάντησε βιαστηκά μιας και ηταν στην δουλειά και η Λινα πρόλαβε να πει ένα "χρόνια πολλα μικρέ μου,σ'αγαπω"..αυτό τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Δεν συναντήθηκαν καν όλη μερα ,η Λίνα έτρεχε για εργασίες και αυτός δούλευε ως τις 8 το βράδυ ,έτσι ,τα γενέθλια του Δημήτρη πέρασαν τόσο ήρεμα για αυτόν αλλά τόσο ταραγμένα και συνάμα όμορφα για την Λίνα.
Αυτή γύρισε σπίτι κατά τις 10 παρα, κοιτούσε τον τοίχο και ξαναέφερνε στο μυαλό της τις χθεσινες εικόνες...δεν άντεχε άλλο ,την έτρωγε , την έκανε να θέλει τόσο πολύ κάτι που δεν έπρεπε και δεν μπορούσε να έχει . Σαν την φωτιά που την κοιτάει αυτός που παγώνει και θέλει να πηδήξει μέσα αλλά ξέρει ότι θα καεί ολοκληρωτικά.Κάπως έτσι ένιωθε. Εκείνη την στιγμή ήθελε να τον νιώσει τόσο πολύ που δεν συγκρατούσε τις αισθήσεις της ,ξέσπασε σε κλάματα για την κατάντια της και ένιωθε ανήθικη .Παρ'ολα αυτά βρήκε την δύναμη και άνοιξε την πόρτα της. Πάτησε με δύναμη το κουμπί του ασανσέρ και το κάλεσε.Μπήκε μέσα και έκλεισε με έναν βαθύ δισταγμο την πόρτα και πίεσε το 5 .Πέμτος ,ακούστηκε από το παλιό και μισοσπασμένο ηχείο. Βγήκε γρήγορα και χτύπησε την πόρτα του ορέστη χωρις να το σκεφτεί και φυσικά αυτός της άνοιξε.
Πάγωσαν και οι δυο τους. Κανείς δεν μίλησε. Η Λίνα αντίκρυσε σε όλο το σπίτι κούτες και πεταμένα πράγματα.Επικρατούσε μεγάλη ακαταστασία. "Τι χαμός είναι αυτος κύριε Ορέστη " τον ρώτησε.."Μετακομίζω " απάντησε."φεύγω για θεσσαλονίκη αύριο ,πήρα το  πτυχίο μου και επιστρέφω στα πάτρια εδάφη" συνέχισε.Η Λίνα ξαφνιάστηκε αλλά προσπάθησε να μείνει ψύχραιμη και να προσπεράσει την ενοχλητική χαλαροτητα του Ορέστη και το επιτηδευμένα άνετο ύφος του."Υπέροχα" απάντησε και ας είχε διαλυθεί μέσα της. Ο Ορέστης κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και της έκανε χωρο για να μπει μεσα. Εκείνη πέρασε και στάθηκε αμήχανα μέχρι που έκατσαν στο τραπέζι της κουζίνας ." Πόσο αναίσθητος σκέφτηκε από μέσα της,πόσο κρύος και μονόχνωτος ,κάνει σαν να μην συνέβει τίποτα ". Εκείνη την στιγμή της αφήνει το ποτήρι με το νερό μπροστά της ,σκύβει, της δίνει ένα αργό και βασανιστικό φιλί και την σηκώνει επάνω του με δύναμη. Εκεί ,άλλο ένα βράδυ πάθους ξεκίνησε που όμως θα κρατούσε λίγες ώρες μόνο!
Το άλλο πρωί βρήκε την Λίνα μόνη της στο κρεβάτι,γυμνή και σκεπασμένη με ένα κατάλευκο σεντόνι τόσο λευκό που σχεδον την έκανε να φαίνετε αθώα,παρόλο που δεν ήταν.Ο Ορέστης είχε ήδη ξυπνήσει και ήταν έτοιμος για την μεγάλη αναχώρηση του πίσω στην όμορφη Θεσσαλονίκη."Λίνα ξύπνα" της φωνάζει με μια βαριά και επιβλητική φωνή "σηκώνομαι " απαντάει εκείνη  "τώρα Λίνα,βιάζομαι,εκτός και αν θες να σε κλειδώσω μέσα " της λέει νευριασμένος αυτην την φορά.Αυτή,φανερά ενοχλημένη από το ύφος του σηκώνεται και δεν του μιλά καν,ντύνεται γρηγορα και παραμιλαει μόνη της "γαμω το κερατο μου" φωναζει "τι έπαθες πάλι ;" την ρωτά ο Ορέστης .Δεν πήρε απάντηση όμως .Η Λινα είχε θυμωσει πολυ ,έφυγε και δεν του δωσε ούτε καν ενα φιλί παρα μόνο του είπε ένα ξερο καλό ταξίδι και άρχισε να κατεβαίνει βιαστικά τις σκάλες.
Μπήκε στο διαμέρισμα της και έβαλε ένα ποτήρι νερό,βρήκε 6  κλήσεις στο παρατημενο κινητό της και ήταν του Δημήτρη .Ξαφνικά άκουσε το ασανσέρ να κατεβαίνει.Προς στιγμήν ήταν σιγουρη πως ο Ορέστης  θα σταματήσει να την χαιρετίσει πριν φύγει,το ένιωθε μα  ο ήχος του ασανσέρ να συνεχίζει την πορεία του προς το ισόγειο την πληγωνε και την εξαγρίωνε,την πονούσε και την θύμωνε,την πονούσε ναι,την είχε κομματιάσει.Ήθελε να τρέξει και να τον προλάβει,να τον βρίσει να τον χτυπήσει και να του δώσει να καταλάβει πως το ότι δείχνει άνετη και εξοικειωμένη με την ξεπέτα της μιας βραδυάς δεν σημαίνει πως είναι κι ολας. Μετά όμως κατάλαβε ότι  δεν αξίζει ,έβγαλε βιαστικά τα ρούχα της και τα πέταξε στο πάτωμα σαν κουρέλια ,έμεινε ολόγυμνη με την ανήθικότητα τας και μπηκε κάτω απ'το ντουζ προσπαθώντας να διώξει  μακρυά της την μυρωδιά του.Έτριβε το σώμα της τόσο δυνατά σαν να το γδέρνει και να το εκδικείτε για όσα ένιωσε και έκανε.
Βγήκε ήρεμη απ'το μπάνιο και ξάπλωσε στο κρεβάτι της τυλιγμενη με την πετσέτα. Έπρεπε να τηλεφωνησει στον Δημήτρη,τον είχε παραμελήσει 2 μέρες τώρα.Μίλησαν αρκετή ώρα και αυτή του αράδιασε ένα σωρό ψέμματα και την ώρα που τα έλεγε αναρωτιόταν γιατί το κάνει.Του είπε επανειλλημένως πόσο τον αγαπάει γεμάτη τύψεις.Το βράδυ κοιμήθηκαν μαζί .Αυτός την έσφιγκε στην αγκαλιά του και αυτή απλά κοιμόταν και ένιωθε ασφάλεια και γαλήνη εκέι μέσα.Τελικά είναι δύσκολο να βρείς έναν σωστό άνθρωπο στις μέρες μας.Ας κάτσω εδώ που είμαι.Σίγουρα αυτό θα σκέφτηκε.Την επόμενη μέρα ξύπνησαν και πήραν ήρεμα πρωινό.Υπήρχε μια περίεργη σιωπή απτην μεριά της και αυτό έγινε αντιληπτό απ'τον Δημήτρη,το προσπέρασε όμως σύντομα καθως έφυγε βιαστικα για την δουλειά.Η Λίνα θα έφευγε για την σχολή αφού πρώτα συμμάζευε τα χθεσινά της καμώματα. Αφού είχε βάλει σε μια τάξη το σπίτι ξεκίνησε να μαζεύει τα ρούχα που είχε πετάξει χθες σε όλο το πάτωμα  όταν ξαφνικα αντιλαμβάνετε πως κάτι γράφει επάνω στο εσωρουχο της.
Το παίρνει στα χέρια της και βλέπει μια ημερομηνία"23 φεβρουαρίου" και δίπλα έναν αριθμό κινητού και "θα μου λειψεις  μέχρι τότε". Έχει μείνει άναυδη και ενώ ήθελε τόσο πολύ να ξεχάσει ξαφνικα ξαναπερνάνε όλα μέσα από το μυαλό της και το θολώνουν.Σαν καθρεφτάκι που το φυσάς και θαμπώνει απ'τα χνώτα σου! Σαν σκόνη που σηκώνει ο αέρας και σε τυφλώνει. Τι να σημαίνει άραγε αυτό; γιατι 23 φεβρουριου; γιατί θα του λείψω ; Όλες αυτές ήταν μόνο κάποιες από τις λίγες σκέψεις που πέρασαν απ΄το μυαλό της.Δεν μπορούσε όμως να καταλάβει και φυσικά δεν υπήρχε περίπτωση να μάθει ούτε να του τηλεφωνήσει.Μία ήταν η λύση, να περιμένει μέχρι τις 23 φεβρουαρίου. Να περιμένει μέχρι τα επόμενα γενέθλια του Δημήτρη.
Οι επόμενοι μήνες που ακολούθησαν ήταν συνηθισμένοι και σχετικά βαρετοί για την Λίνα. Σχολή,Δημήτρης και σπάνια καμία έξοδος με τις φίλες.Αυτή ήταν η ζωή της.Η Μυρτώ αρραβωνιάστηκε και γύρισε στην Πάτρα και έτσι η Λίνα έμεινε ολομόναχη στο χάος της Αθήνας.Τώρα πλέον δεν υπήρχε κανεις συμβουλάτορας κοντά της για να της πει "κάνε κάτι και για σένα".Γι'αυτό η Λίνα δεν έκανε τίποτε γι'αυτήν παραμόνο έμενε δίπλα στον Δημήτρη και του έδινε όρκους αιώνιας αγάπης που άρχισε να πιστεύει και αυτήν η ίδια ότι τους εννοεί.Τα πράγματα είχαν σοβαρέψει μεταξύ τους και αυτός έκανε πάντα αναφορές σε μια επισημοποίηση της σχέσης τους όμως η Λίνα του έλεγε να περιμένει καναν χρόνο ακόμη μήπως και προλάβουν να πάρουν μια οικονομική ανάσα οι δικοί της.
Τελικά το καλοκαίρι πέρασε πολύ γρηγοροτερα απο ότι περιμένανε όλοι .Η επιστροφή στην Αθήνα έγινε αρχές Σεπτέμβρη και μια μεγάλη αλλαγή συνέβη στην ζωή της Λίνας.Συγκατοίκηση με τον Δημήτρη.Το μεγάλο βήμα στη σχέση τους ήταν πολύ κοντά ,τόσο κοντά όσο και ο φλεβάρης -τα πολυπόθητα γενέθλια -23 φλεβάρη! Το άγχος της Λίνας για την ορκωμοσία της τέλη του γενάρη και η επερχόμενη πρακτική της σε δικηγορικο γραφείο την έκαναν να ξεχασει αυτό που λίγους μήνες πριν περίμενε με λαχτάρα και ανυπομονυσία. Όπως ένα παιδι λαχταρά τη σοκολάτα στο ντουλάπι και παρακαλά για ένα κομμάτι.Η ορκομωσία πέρασε και η πρακτική ξεκίνησε ,όλα έδειχναν να πηγαίνουν ομαλά και σταθερά εώς στάσιμα και βαρετά ώσπου  έφτασε ένα πρωί που...
Η Λίνα ξύπνησε και έτρεξε στην κουζίνα να ετοιμάσει τον καφέ του δημήτρη. 7 ακριβώς χτύπησε το κινητό της και άπλωσε το χέρι να το πιάσει όταν έκπληκτη διαπίστωσε "Ξύπνα-γενέθλια Δημητρη - ορ." .Το βλέμμα της στάθηκε αρκετα στην τελευταία παύλα και στο ορ. Ορέστης σκέφτηκε ξαφνικά και αφου ετοίμασε τον καφέ  πήγε προς το μπάνιο. Τελευταίο συρταρι αριστερά.το άνοιξε.Το εσώρουχο ήταν ακόμη εκεί ,η ημερομηνία ,το κινητό,τα λιγοστά λόγια.΄Ολα εκεί.Ακόμη και τα σημάδια του πάθους εκείνης της νύχτας ,όλαααα εκει!Το πήρε στο χέρι της και το κοιτούσε επίμονα.Άκουσε τον Δημήτρη να την φωνάζει και έτσι άρπαξε το κινητό απτην τσέπη της και έγραψε τον αριθμό του Ορέστη ,ελπίζωντας πως αργοτερα θα βρει την δύναμη να τηλεφωνήσει και να διαπιστώσει αν την θυμάται ή την λησμόνησε...
Αφού ευχήθηκε  στον σύντροφο της χρόνια πολλά και τον αποχαιρέτησε για την δουλεια ,σκεφτόταν επί μισή ώρα τι να κάνει.Πέρασε από το μυαλό της να συμβουλευτεί την Μυρτώ αλλά το μετάνιωσε ευθύς αμέσως.Ήθελε να το κρατήσει για τον εαυτό της.Μεγάλωσα σκέφτηκε,"τα λάθη μου και τα παράδοξα πάθη μου έιναι δική μου υπόθεση " ψυθίρισε.Έπιασε στα χέρια της το κινητό και αποφάσισε να γράψει ένα σύντομο μύνημα στον Ορέστη. Είναι πιο βολικό και για τους δυο."23 φλεβάρη,θυμάσαι;'' αυτό έγραψε και πάτησε βιαστηκά την αποστολή πριν το μετανιώσει. Η απάντηση δεν άργησε να έρθει "θυμάμαι,φτάνω αθήνα σε λίγο,θα μείνουμε σε σένα το βραδυ;'' Το μυαλό της κόλλησε,πως να του εξηγούσε ότι συζεί με τον Δημήτρη και όλα όσα άλλαξαν.Έπρεπε όμως να το πει. "Δεν μένω μόνη πια,εσυ που θα μείνεις;μπορω να περάσω να σε δω για λίγο;"  "Δεν θα μείνω πολύ" απάντησε "έχω κατέβει για δουλειές,τις τελειώνω και γυρίζω αν δεν σε δω..." και τρεις τελείες . . . τρεις τελείες που γέμισαν το μυαλό της Λίνας  πιθανότητες και υποθέσεις,φαντασιώσεις και ελπίδες για το βράδυ,δεν το έδειξε όμως"εντάξει όπως θες " του απάντησε και έσκυψε το κεφάλι πάνω από το κινητό της περιμένωντας μια πιο θετική απάντηση. "Ξέρω ένα ξενοδοχείο μες την πόλη,ήρεμο και χωρίς πολυ κόσμο,θέλεις ή το βλεπεις ακραίο " της λέει. Η Λίνα απο την μία χάρηκε και από την αλλή ένιωσε πάλι ανήθικη όπως εκείνο το πρωινό που είχε ξυπνήσει στην αγκαλιά του.Τότε που έριχνε παγωμένο νερό στο πρόσωπο της και τιμωρούνταν. "ναι" απάντησε και αφού κανόνισαν το που θα βρεθούν βρήκε μια καλή δικαιολογία για τον Δημήτρη.
Το βράδυ έφτασε και η καρδιά της χτυπουσε όλο και πιο δυνατά όσο πλησίαζε η ώρα.  Ο Δημήτρης θα αργούσε στην δουλειά έτσι είχε άπλετο χρόνο να ετοιμαστεί και ψυχολογικά και σωματικά για το αποψινό βράδυ.Έβαλε ένα  ποτό και βγήκε στο  μπαλκόνι ντυμένη και βαμμένη σαν πριγκίπισσα έτοιμη να υποδεχτεί τον πρίγκιπα της.Κάποια στιγμη πέρασαν άσχημες σκέψεις απ'το μυαλο της .Ένιωθε ένοχη ανήθικη ,κάτι σαν τις πόρνες που διψάνε για την σάρκα . Ήταν όμως ;      Κανείς δεν μπορει να το πει με βεβαιότητα. Αφού ήπιε μονορούφι το ποτό της έφυγε σχεδόν τρέχοντας από το σπίτι για να προλάβει   την συνάντηση τους. Εκείνος είχε φτάσει πρωτος.Είδε την φυγούρα του καθώς πλησίαζε και αισθάνθηκε κάτι μέσα της να σκυρτίζει ,να γελάει και να χαίρεται. Είχε καιρό να νιώσει έτσι....
Τον πλησίασε και του έδωσε ένα αθώο φιλί στο μάγουλο.Ήταν το μόνο αθώο της βραδυάς.Όλα τα άλλα θα ήταν κάτι σαν αμαρτίες και πάθη.Κάτι σαν λάθη,ωραία λάθη όμως ,σαν αυτά που επιδιώκεις να τα επαναλάβεις. Άρχισαν να προχωρούν προς το ξενοδοχείο όταν ξαφνικά άρχισε να βρέχει, δεν τους ένοιαζε η βροχή,ήταν σαν να ήθελαν να βραχούν για να απαλύνουν το λάθος.Η βροχή έσταζε επάνω στα μαλλιά της Λίνας και αυτός την κοιτούσε με ένα βλέμμα συνάμα ειρωνικό αλλα και τόσο πολυ εθιστικό.Τι βλέμμα θέε μου, σαν αυτά τα βλέμματα που κρατάμε για πάντα μέσα μας και κανείς δεν μπορει να τα σβήσει όσο και αν προσπαθήσει.Είναι ανεξίτιλα  είναι χαραγμένα.
Μπήκαν στο ξενοδοχείο ,πήραν το κλειδί της αμαρτίας τους και ανέβηκαν τις σκάλες. Η Λίνα καθως ανέβαινε δεν σκεφτόταν πλέον τίποτα.Μόνο αυτόν.Δεν ένιωθε πια ανήθικη,ένιωθε δυνατή,ήθελε να την ζήσει την γαμημένη την στιγμή."ΖΗΣΕ" της έλεγε παλιότερα η Μυρτώ. "Ζήσε ρε ζήσε ,η ζωή είναι μικρή" Αυτό είχε αποφασίσει να κάνει σήμερα και ας ήξερε πως αν τελικά αυτό είναι ζωή τότε θα διαρκέσει μόνο για λίγες ώρες.τέσσερις. Τέσσερις είχε πει στον Δημήτρη πως θα επέστρεφε και ήταν ήδη δώδεκα.
Είχαν ήδη μπει στο δωμάτιο και η αμηχανία ήταν φανερή και στους δύο. Τόση αμηχανία που δυσκολεύονταν ακόμη και να κοιταχτούν στα μάτια.Α χ αυτα τα πράσσινα μάτια του...γι'αυτα είμαι εδω σκεφτηκε και γύρισε και τον κοίταξε βαθιά και συμπονετικά σαν να τον προσπερνάει και να κοιτάζει την ψυχή του ,το είναι του. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν τόσο δυνάτα όσο με κανέναν άλλον μέχρι εκείνη την στιγμή.Η Λίνα τουλάχιστον έτσι ένιωθε. Όλα όσα ακολούθησαν ήταν γεμάτα ένταση και πάθος ,δυο κορμιά ενωμένα στην αμαρτία και τον πειρασμό ,ανίκανα να αντισταθούν στα όρια της ηθικής τους. Ηθική δεν υπήρχε,ούτε ανηθικότητα ,ήταν μόνο αυτή και αυτός και κάπως έτσι αυτές οι 4 ώρες πέρασαν σαν δια μαγείας.Η προσγείωση στην πραγματικότητα ήταν πολύ κοντά ,αυτός σηκώθηκε να κάνει ένα ντουζ στα γρήγορα,η Λίνα δεν ήθελε,ήθελε να  κρατησει την μυρωδιά του δυο τρεις μερες ακόμη ,όσο άντεχε επάνω της μέχρι να την σβήσει ο χρόνος αλλά και η μυρωδιά του Δημήτρη.  
Κάπως έτσι τελείωσε αυτό το βράδυ ,23 φλεβάρη...τελείωσε.Αποχαιρετίστηκαν σαν ξένοι και ας ήξεραν πως δεν είναι ,αποχαιρετίστηκαν σαν φίλοι τυπικοι και ας ήξεραν πως δεν είναι.Φεύγοντας ο Ορέστης της ψιθύρισε κάτι στο αυτί."23 φλεβάρη πριγκίπισσα,23 φλεβάρη "  και τα μάτια της ξαφνικα έλαμψαν από ανυπομονισία.Ναι,ανυπομονούσε για τις 23 φλεβάρη και ας ήταν 24.....
Η Λίνα γύρισε σπίτι και αυτήν την φορά δεν έριξε παγωμένο νερό επάνω της ,δεν ένιωθε καν τύψεις,ξάπλωσε δίπλα στον Δημήτρη και απλα επέστρεψε στην πραγματικότητα.Του ξαναψυθιρισε χρόνια πολλά για την προηγούμενη μέρα και αποκοιμήθηκε. Αυτή ήταν η ζωή της από εδώ και πέρα εκτός από της 23 φλεβάρη που για τα τουλάχιστον 7  χρόνια που ακολούθησαν ζούσε για τον Ορέστη...
Μετά απο 4 μήνες αρραβωνιάστηκε τον Δημήτρη και έζησε μια ζωή ήρεμη,βαρετή,μοναχική.Ποιος ξέρει άραγε ,παντρευτηκαν ποτέ τους;  Αγαπήθηκαν ποτέ τους αληθινά ή ζούσαν για τις 23 φλεβάρη ;
Είναι δύσκολο να καταλάβετε την Λίνα,λίγοι την καταλαβαίνουν,μόνο αυτοι που ζουν στον βυθό μιας παράνομης σχέσης .Έχετε κάνει ποτε παράνομη σχέση ;Σβήστε το φως και ξαναρωτηστε τους εαυτους σας.Έχεις κάνει ποτέ παράνομη σχέση;Ίσως ναι,ίσως όχι..
Είναι και αυτά τα ζευγάρια που ερωτεύονται παράφορα αλλά δεν τολμούν...συναντιούντε δυο τρεις φορές τον μήνα,τον χρόνο...πότε στ' αυτοκίνητο, σε κανα ξενοδοχείο ,σε κανα άδειο σπίτι, κάνουν έρωτα με πάθος σαν να βλέπονται τελευταία φορά στη ζωή τους και όταν η ώρα περάσει ο ένας απο τους δύο σηκώνεται,ντύνεται και φέυγει.Πότε φεύγει ο ένας, πότε φεύγει ο άλλος...φεύγει ο ένας, μένει ο άλλος στον βυθό.Σ'αυτές τις σχέσεις και οι δύο ζούν συνέχεια στα όρια,μαυτά τα όρια παλεύει και η Λίνα........
                                                              

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου