Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Το όνειρο που ' γινε φωτιά και σε έκαψε






« Τον κόσμο εμείς θα φέρουμε στα μέτρα μας πριν να μας φέρει εκείνος στα δικά του. Μα ο κόσμος προχωρά χωρίς να μας ρωτά, κλεισμένοι δρόμοι κλέφτες και αστυνόμοι. » 


« Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο και ας είναι η φωτιά του να σε κάψει.  »


Είχα αφήσει το ραδιόφωνο να παίζει και αποκοιμήθηκα. Μόλις ξύπνησα το άλλο πρωί έφτιαχνα τον καφέ μου και σιγοτραγουδούσα : Αξίζει φίλε...

Το υποσυνείδητο μου πάλι ξεσάλωνε χθες βράδυ σκέφτηκα.

Άνοιξα το παράθυρο και κοιτούσα στο άπειρο ενώ ταυτόχρονα έστριβα το

πρώτο μου τσιγάρο.
Το άναψα και τράβηξα μια τζούρα απ΄τον καφέ μου.
Ήταν πικρός αλλά δεν με ένοιαζε.

Με τα λόγια του τραγουδιού καρφωμένα στο μυαλό μου θυμήθηκα όταν κάποιος πριν χρόνια με ρώτησε αν κάνω όνειρα και γω εκστασιασμένη άρχισα να απαριθμώ καμιά δεκαριά. Ωραία χρόνια σκέφτηκα.


Τα όνειρα δε τα τραγουδούσες αλλά τα έκανες...


«Κάνεις όνειρα;;»

«Kάνω», 
 απαντούσες  σε όποιον σε ρωτούσε και ήσουν τόσο σίγουρος γι'αυτό που η απάντηση έβγαινε σχεδόν αυτόματα χωρίς δεύτερη σκέψη.

Έσβησα το τσιγάρο και ένιωσα μια μελαγχολία να με κατακλύζει. 

Τότε θυμήθηκα τα λόγια του πατέρα μου, κάθε φορά τα ίδια λόγια, ειδικά όταν είχε τις μαύρες του. Ήμουν γύρω στα 10 τότε.

«Έχετε μάτια αλλά δε βλέπετε, 

και αυτιά έχετε αλλά δεν ακούτε 
ή μάλλον ακούτε παραμόνο λέξεις
 που δε βγάζουν νοήματα»

Κάθε φορά η ίδια καραμέλα, το'χα μάθει σαν ποίημα και κάθε φορά που το ξεκινούσε, κουνούσα τα χείλη μου κοροιδευτικά και συνάμα επιδεικτικά μήπως και καταφέρω να τον σταματήσω. «Τα ξέρω αυτά»  του έλεγα  «τίποτα καινούργιο ;»


Mα εγώ δεν ήξερα τίποτα, παραμόνο τις λέξεις χωρίς τα νοήματα. 

Την ουσία δεν την έβλεπα.
 Νόμιζα πως άκουγα μα δεν άκουγα τίποτα ούτε έβλεπα ...

Δεν ήθελα, κατάλαβες;

Δεν είναι ότι δε μπορούσα.
Γιατί όταν θέλεις μπορείς τα πάντα να κάμεις ,
και βουνά να κινήσεις.

Καμιά 15αριά χρόνια μετά είχα αποκρυπτογραφήσει κάθε λέξη του. Λίγο η εμπειρία-λίγο οι καταστάσεις-λίγο τα όνειρα που σταμάτησαν,αυτό πάλι που το πας;

Aπ'όλα και από λίγο λοιπόν. Όλα συνέβαλαν στην αποκωδικοποίηση του ποιήματος.
Και έφτασα τόσο χρόνια μετά να δω πως δεν ήταν δα και κανένας γρίφος, κι όμως τότε δεν έβλεπαν τα μάτια μου,δεν άκουγαν τα αυτιά μου...

Μ'αυτά και μ'αυτά, έσβηνα ήδη το δεύτερο τσιγάρο και η ώρα είχε περάσει.

Δεν ήμουν πια 10 χρόνων, ούτε όνειρα είχα.
Είχα μονάχα 25 χρόνια στην πλάτη μου-που φάνταζαν για 50-κανα 2 μίζερους φίλους και μια ακόμη πιο μίζερη δουλειά που μου πρόσφερε τα απολύτως απαραίτητα.
Να, ένα πακέτο τσιγάρα ας πούμε γιατί και αυτό είναι απαραίτητο για μένα,η μοναξιά χωρίς την κάπνα του δε λογίζεται.

Τι και άμα σε σκοτώνει δηλαδή;

Kαι τί δε σε σκοτώνει ρε σήμερα;
Tουλάχιστον αυτό μέχρι να σε σκοτώσει είναι εκεί, σπαθί ρε παιδί μου στο πλάι σου, δε θα σ'αφήσει ποτέ. Εμένα ποτέ δε μ'άφησε.



Για να μη σου πω πως με γέμιζε περισσότερο απ'το κάθε ανθρωπάκι.
Αυτό μας έφαγε,δε το βλέπεις;
Γίναμε όλοι ανθρωπάκια. Άδεια, όμως καλά προγραμματισμένα.
Σχεδόν τηλεκατευθυνόμενα. 

Γι'αυτό και δε βλέπουν τα μάτια μας γιατί θα βγουν απ'τη σειρά τους. Βλέπεις η βολή είναι όμορφο πράγμα. Καλά μου τα λεγε.

Δηλαδή βλέπουν αλλά όχι αυτό που πρέπει και οφείλουν να δουν.
Τα μάτια μας απέμειναν να κοιτάζουν μέσα σε κουτιά.
Άσχημα.
Σκούρα.
Κουτιά οθόνες.
Κουτιά γεμάτα δηθενιά και ηλιθίους.

Ανθρωπάκια εμείς, ανθρωπάκια και αυτοί, με διαφορετικούς βέβαια ρόλους.
Ξαφνικά θυμάμαι πάλι το τραγούδι και γελάω δυνατά.

"Τον κόσμο εμείς θα φέρουμε στα μέτρα μας." 


Μα αυτός ο κόσμος πάει κατα διαόλου. Ούτε τον αλλάξαμε ούτε τον φέραμε στα μέτρα μας. Και τα όνειρα; Αυτά πια δεν αξίζουν γιατί δεν υπάρχουν.

Πόσο απλά τα βλέπω πλέον όλα. Ξεκάθαρα φέρνουν σβούρες μπροστά στα μάτια μου και ξέρω πια πως εκείνο το ποιηματάκι ήταν η αλήθεια που άργησα να βρω. Πόσο κρίμα που ποτέ ξανά δεν είχα ψάξει για να την ανακαλύψω. Πόσο ανόητη ήμουν.

Τελικά ξέρω πια πως μάθαμε να ακούμε χωρίς να καταλαβαίνουμε.

Να κοιτάμε χωρίς να βλέπουμε.
Μάθαμε και άλλα πολλά.
Να γελάμε από ανάγκη γιατί δήθεν όλα περνάνε.
Να πονάμε μα να καλύπτουμε τον πόνο μας πίσω από τη βολή. Ένα βόλεμα προσωρινό,της στιγμής.

Και έτσι, μ'αυτή τη βολή αγκαλιά, κοιτάζω το ρολόι και έχει πάει 8μιση.

Αρπάζω το ξεθωριασμένο μπουφάν απ'την κρεμάστρα, φοράω και ένα πρόχειρο κοκκαλομένο χαμόγελο, ανοίγω την πόρτα και φεύγω για τη δουλειά έτοιμη να υποστώ τις συνέπειες. Βλέπεις λίγο τα μάτια που εθελοτυφλούν - λίγο οι λέξεις δίχως νοήματα, άργησα πάλι.

Και προχωρώντας στην άσφαλτο με γρήγορο και αγχωμένο βήμα,

κοιτάω γύρω μου κι όμως κανείς δεν με έβλεπε,




και ας με κοιτούσαν όλοι . . .



~Χ.π.Χ~












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου