Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

Το τηλεφώνημα




Την ησυχία της νύχτας έσπαγε ο ήχος της γραφομηχανής καθώς τα δάχτυλα του χόρευαν πάνω στα πλήκτρα της. Το σαριό με το χαρτί προχωρούσαν και γυρνούσαν πάλι πίσω στην αφετηρία τους το ίδιο γρήγορα. Μοναδικό φως, ένα μικρό πορτατίφ γραφείου που χάριζε απλόχερα το άρρωστο φως που φωτοβολούσε.

Ένα ελαφρό αεράκι ανακάτωσε κάποια φύλλα πάνω στο γραφείο του. Σταμάτησε. Το τσιγάρο στα χείλη του είχε σβήσει από ώρα. Σηκώθηκε και προχώρησε προς την μισάνοιχτη τζαμαρία. Τα φώτα της πόλης αντιστέκονταν στο σκοτάδι που έπνιγε τα πάντα στην απόσταση που τους χώριζε.



Έβγαλε έναν μαύρο αναπτήρα από την φόρμα του και άναψε το τσιγάρο. Για μια στιγμή είδε την ανάκλαση του στο χοντρό γυαλί να φωτίζεται. Μαύρα μαλλιά, μαύρα γένια, μαύρα μάτια. Ένα κοράκι στεκόταν μπροστά του σκέφτηκε και χαμογέλασε. Ρούφηξε δυνατά το τσιγάρο καθώς έκλεινε τα μάτια του. Ακούμπησε δίπλα στον τοίχο και ένιωσε μια ανατριχίλα να διαπερνά τη γυμνή πλάτη του.

Έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι και έμεινε για μια στιγμή όρθιος να σκέφτεται. Ένας απότομος κοφτός ηλεκτρονικός ήχος τον επανέφερε. Κοίταξε το ρολόι στον καρπό του, έδειχνε 12 ακριβώς. Προχώρησε ως τον τοίχο απέναντι.Το ημερολόγιο έγραφε 28 Μαρτίου πάνω, το έσκισε, το τσαλάκωσε και το πέταξε στον κάδο από κάτω.

Κάθισε στην ξύλινη καρέκλα του γραφείου και κοίταξε την γραφομηχανή του. Την είχε περίπου έναν χρόνο, απ' όταν υπέγραψε συμβόλαιο με την εκδοτική. Ένα χρόνο τώρα απαρνήθηκε κάθε είδους τεχνολογία, ήθελε μόνο να βρει την ηρεμία του και τον εαυτό του. Το πρώτο το κατάφερε με μεγάλη επιτυχία.


Σηκώθηκε απότομα, άρπαξε μια ζακέτα και το πορτοφόλι του και βγήκε έξω από το σπίτι του. Κατέβαινε τις σκάλες γρήγορα καθώς φορούσε την ζακέτα του. Βγήκε από την εξώπορτα την στιγμή που ανέβαζε την κουκούλα του. Μπήκε σε ένα χωράφι και άρχισε να το διασχίζει γρήγορα. Το βλέμμα του μονίμως κοιτούσε την μεριά του προορισμού του δίχως να τον νοιάζει τίποτα γύρω. Γαβγίσματα ακούστηκαν από μακρυά και κάποιες φωνές. Δεν έδωσε σημασία.

Έφτασε σε έναν ψηλό φράχτη και κοίταξε γύρω του. Βρήκε ένα δέντρο κοντά του και έτρεξε προς τα εκεί. Άρχισε να σκαρφαλώνει πάνω του και να ανεβαίνει. Πάτησε πάνω σε ένα χοντρό κλαδί, το ζύγισε για μια στιγμή με το μάτι του και ύστερα πήδηξε όσο πιο μακρυά μπορούσε. Έπεσε πάνω στον φράχτη και πιάστηκε από την άκρη του καθώς σερνόταν. Σήκωσε το σώμα του, ανέβηκε και ύστερα κοίταξε από κάτω. 


Έσκασε με την πλάτη του πάνω σε ένα κλειστό σκουπιδοτενεκέ. Κατέβηκε και έπιασε τα πλευρά του καθώς τα ένιωθε να καίνε. Προχωρούσε παράλληλα με τον τοίχο όσο πιο γρήγορα μπορούσε ώσπου είδε τον τηλεφωνικό θάλαμο. Μπήκε μέσα γρήγορα και έκλεισε πίσω την πόρτα του. Έβγαλε από το πορτοφόλι του μια τηλεκάρτα και την έβαλε στην εσοχή. Η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα έναν πολεμικό ρυθμό καθώς πληκτρολογούσε τα νούμερα κι ύστερα γαλήνη απλώθηκε. Μια γνώριμη γυναικεία φωνή απάντησε στην άλλη μεριά του ακουστικού.

“Γεια σου” είπε λαχανιασμένα, “ήθελα να σε ακούσω για λίγο πριν κοιμηθώ”. Το πρόσωπο του είχε πλημμυρίσει από χαρά και τα μάτια του γυάλιζαν και πάλι.

“Σε περίμενα” του απάντησε η γυναικεία φωνή, “κάθε χρόνο ίδια μέρα μου τηλεφωνείς” είπε καθώς γέλασε γλυκά. “Πως τα περνάς;” τον ρώτησε.

“Τρελαίνομαι για το γέλιο σου” της απάντησε αμέσως. “Ετοιμάζω ένα βιβλίο, όμως έχω καθυστερήσει αρκετά και σκέφτηκα να σε πάρω να σε ακούσω, λίγη έμπνευση παραπάνω” συμπλήρωσε εκείνος.

Η γυναίκα γέλασε, “δεν έχεις αλλάξει καθόλου” του απάντησε. “Θα μου πεις ένα παραμύθι να κοιμηθώ;” τον ρώτησε.

“Περίμενα ένα χρόνο να το ακούσω αυτό” της είπε και τα μάτια του βούρκωσαν. “Ξάπλωσε άνετα και άσε το ακουστικό δίπλα σου, χαλάρωσε και άκουσε μόνο τη φωνή μου. Απόψε θα σου μιλήσω για το κορίτσι με τα ροζ μποτάκια” της είπε και γέλασε. Γέλασε κι εκείνη. Έβγαλε από την τσέπη του ένα νόμισμα και άρχισε να το περνάει ανάμεσα στα δάχτυλα του γρήγορα καθώς ξεκίνησε την αφήγηση της ιστορίας του.

Ένα αμάξι λευκό σταμάτησε απότομα λίγο πιο πέρα από το καρτοτηλέφωνο και δύο άντρες και μια γυναίκα κατέβηκαν γρήγορα. Το νόμισμα του έπεσε από την σύγχυση καθώς άρχισε να μιλάει πιο γρήγορα για να προλάβει να πει την ιστορία του. Έβαλε το πόδι του κόντρα στην πόρτα καθώς τους είδε να πλησιάζουν. Οι παλμοί του άρχισαν να αυξάνονται αμέσως και ένας κόμπος στο στομάχι του τον πίεζε.

Οι επιβάτες του αμαξιού ντυμένοι στα λευκά άρχιζαν να πλησιάζουν στο καρτοτηλέφωνο ενώ η γυναίκα έβγαλε από την τσάντα της μια σύριγγα. Οι δύο άντρες άρχισαν να σπρώχνουν την πόρτα και να την χτυπάνε δυνατά.



“ΑΦΉΣΤΕ ΜΕ” φώναξε μέσα από το καρτοτηλέφωνο καθώς οι πόρτα άνοιγε. Κράτησε το ακουστικό όσο πιο γερά μπορούσε. “ΑΦΉΣΤΕ ΜΕ ΜΠΆΣΤΑΡΔΟΙ” φώναξε καθώς τον τραβούσαν οι δύο άντρες. Το ακουστικό έπεσε και χτύπησε στο τζάμι πάνω. Έτρεμε ολόκληρος ενώ πλημμύριζε οργή.

“Κρατήστε τον” πρόσταξε η γυναίκα και οι άντρες τον ακινητοποίησαν. Έφερε την σύριγγα στο λαιμό του και του χορήγησε την ουσία της. Προσπάθησε να αντισταθεί αλλά μάταια, το σώμα του δεν μπορούσε να τον υπακούσει. “Ήθελα μόνο να της πω ένα παραμύθι” ψιθύρισε καθώς έχανε τις αισθήσεις του αργά. “Βάλτε τον κύριο Λούπη πίσω να καθίσει, πρέπει να του φροντίσουμε τις πληγές” είπε καθώς κοιτούσε τα γυμνά του πόδια γδαρμένα.




Η γυναίκα προχώρησε στο καρτοτηλέφωνο, έβαλε το ακουστικό στη θέση του και σήκωσε το νόμισμα από κάτω. Έκανε να βγάλει την κάρτα όμως αντ'αυτού


πάτησε το πλήκτρο της επανάκλησης και έφερε το ακουστικό στο αφτί της. “Ο αριθμός που καλέσατε δεν αντιστοιχεί σε κάποιον συνδρομητή” ακούστηκε το ηχογραφημένο μήνυμα και η γυναίκα κατέβασε το ακουστικό...



 Φοίνικας 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου